Το ελατοδάσος της Φτέρης, στον Κλωκό, Αιγιάλεια, Μάιος 2007, δύο μήνες προτού καεί, τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς. Υψόμετρο περίπου 1.200 μ. |
Τα ελατοδάση της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας κινδυνεύουν από μέτωπα πυρκαγιών που ξεκινούν από τα χαμηλά υψόμετρα και αφήνονται να κατευθυνθούν προς το βουνό, μακριά από καλλιέργειες και "κατοικημένες περιοχές". Πρόκειται για πολιτική επιλογή: "Καλύτερα να χαθεί το δάσος παρά περιουσίες". Αυτή η ιεράρχηση πρέπει να αλλάξει. Τα ελατοδάση πρέπει να αποτελούν πρώτη προτεραιότητα. Είναι πολύτιμα, αναντικατάστατα και (σε αντίθεση με τα πευκοδάση) δύσκολα ανακάμπτουν μετά τη φωτιά (με τις σημερινές συνθήκες, πολλά δεν πρόκειται να ανακάμψουν ποτέ). Η πυρκαγιά που φτάνει στα ελατοδάση πρέπει σήμερα να αποφεύγεται πάση θυσία.
Τα ελατοδάση στις μεσογειακές περιοχές της Κεντρικής, Νότιας και Δυτικής Ελλάδας αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση δασών. Είναι μια σκούρα ζώνη υγρής «ψυχρής» βλάστησης, που αρχίζει από τα 700-800 μ. και καταλήγει μέχρι τα όρια της ζώνης των δέντρων, στα 1.800 μ. Πιο χαμηλά, επικρατεί η θερμή και εύφλεκτη μεσογειακή βλάστηση με σκληρόφυλλους θάμνους και πευκοδάση.
Το έλατο (γένος Abies) είναι δέντρο των ψυχρών εύκρατων δασών. Τα ελατοδάση της Νότιας Ελλάδας αποτελούνται από το περίφημο Κεφαλλονίτικο Έλατο Abies cephalonica (επειδή ο αμιγής πληθυσμός του είδους υπάρχει στον εθνικό δρυμό του Αίνου στην Κεφαλλονιά – στα αγγλικά ονομάζεται "Greek Fir", δηλαδή «Ελληνικό Έλατο»). Αυτό το "ελληνικό" έλατο αποτελεί εκπρόσωπο μιας ομάδας ελάτων που «ξέμειναν» από τις εποχές των παγετώνων και σιγά σιγά προσαρμόστηκαν στις σκληρές συνθήκες των βουνών των άνυδρων περιοχών της Μεσογείου, της Β. Αφρικής και της Μ. Ανατολής. Πιο Βόρεια, από Κεντρική Ελλάδα μέχρι Μακεδονία, στα ελατοδάση σταδιακά επικρατεί το Υβριδογενές έλατο, μια μορφή ανάμεσα στο Κεφαλλονίτικο και το Λευκό Έλατο Abies alba, το είδος που εξαπλώνεται από τα σύνορα μέχρι τους μεγάλους ορεινούς όγκους της Ευρώπης (Πυρηναία, Άλπεις, Καρπάθια κ.λπ.).
Το έλατο (γένος Abies) είναι δέντρο των ψυχρών εύκρατων δασών. Τα ελατοδάση της Νότιας Ελλάδας αποτελούνται από το περίφημο Κεφαλλονίτικο Έλατο Abies cephalonica (επειδή ο αμιγής πληθυσμός του είδους υπάρχει στον εθνικό δρυμό του Αίνου στην Κεφαλλονιά – στα αγγλικά ονομάζεται "Greek Fir", δηλαδή «Ελληνικό Έλατο»). Αυτό το "ελληνικό" έλατο αποτελεί εκπρόσωπο μιας ομάδας ελάτων που «ξέμειναν» από τις εποχές των παγετώνων και σιγά σιγά προσαρμόστηκαν στις σκληρές συνθήκες των βουνών των άνυδρων περιοχών της Μεσογείου, της Β. Αφρικής και της Μ. Ανατολής. Πιο Βόρεια, από Κεντρική Ελλάδα μέχρι Μακεδονία, στα ελατοδάση σταδιακά επικρατεί το Υβριδογενές έλατο, μια μορφή ανάμεσα στο Κεφαλλονίτικο και το Λευκό Έλατο Abies alba, το είδος που εξαπλώνεται από τα σύνορα μέχρι τους μεγάλους ορεινούς όγκους της Ευρώπης (Πυρηναία, Άλπεις, Καρπάθια κ.λπ.).
Η τυπική ζώνη του ελατοδάσους στη Νότια Ελλάδα: πάνω από τη ζώνη των θάμνων και κάτω από την αλπική άδεντρη ζώνη. Δυτική Ζήρεια, Κορινθία (το χωριό είναι η Γκούρα) |
Τυπικό ελατοδάσος της Νότιας Ελλάδας σε απότομη πλαγιά με σκληρό, πετρώδες έδαφος. (Μικρόνι, ΝΑ Παναχαϊκό) |
Στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης τα έλατα αποτελούν ένα μικρό μέρος των «ψυχρών» δασών, καθώς κυριαρχούν άλλα είδη κωνοφόρων (ορεινά πεύκα, ερυθρελάτες κ.λπ.) και ψυχρόβια φυλλοβόλα (οξιές, σημύδες κ.λπ.). Αυτή είναι και η εικόνα που σταδιακά επικρατεί προς τη Β. Ελλάδα, όπου τα εύκρατα δάση είναι εκτεταμένα. Πιο νότια, όμως, σε Στερεά, Εύβοια, Πελοπόννησο (τοπικά, και στην Κ-Δ Μακεδονία) τα ελατοδάση (μερικές φορές μαζί με το Μαυρόπευκο Pinus nigra) αποτελούν το μοναδικό υγρό και (σχετικά) ψυχρό δάσος που απέμεινε. Σε κάποιες περιοχές - ιδίως στην Στερεά- είναι εκτεταμένα, συχνά, όμως, έχουν απομείνει εντελώς αποκομμένα στην ορεινή ζώνη. Πρόκειται για πραγματικές οάσεις - για «νησιά» σκιερών δασών και «κάψουλες» δροσερού τοπικού κλίματος ανάμεσα στις θερμές ή/και άνυδρες μεσογειακές περιοχές. Αυτό φαίνεται και από τους καλύτερους βιοδείκτες – τα πουλιά. Τον Ιούνιο θα βρούμε σε ένα ελατοδάσος της Αττικής ή της Πελοποννήσου να φωλιάζουν τσίχλες, κοκκινολαίμηδες και άλλα είδη που στα πεδινά τα γνωρίζουμε ως χειμερινούς επισκέπτες από το Βορρά. Μια εικόνα δροσερής εύκρατης Ευρώπης την ίδια στιγμή που 200 μέτρα πιο κάτω όλα «ψήνονται» στον ήλιο.
Τα ελατοδάση είναι φιλόξενα και φιλικά προς τον άνθρωπο, με υγιεινό τοπικό κλίμα, παχύ ίσκιο, "αφράτο" στεγνό δάπεδο (με πεσμένες βελόνες, κλαδάκια και βρύα) και αραιό υπόροφο (χωρίς πυκνούς θάμνους). Έχουν εντυπωθεί στη συλλογική συνείδηση ως δροσερό θερινό ενδιαίτημα και ως σύμβολο της ορεινής ελληνικής παράδοσης. Κάτω από ένα μεγάλο σκιερό έλατο στήνονταν ολόκληρα νοικοκυριά για να ξεκαλοκαιριάσουν οι οικογένειες των κτηνοτρόφων και οργανώνονταν τα πανηγύρια. Από τις αρχές του 20ου αιώνα κάμποσα ξενοδοχεία κατασκευάστηκαν «στα έλατα» για λογαριασμό της αστικής τάξης (δημοφιλές θέρετρο του μεσοπολέμου), όπως και σανατόρια που αξιοποιούσαν το καλό κλίμα. Τα έλατα ήταν και το ασφαλές ορεινό καταφύγιο του κλέφτη, του ληστή, του αντάρτη και του κάθε δίκαια ή άδικα κατατρεγμένου -για ξεκούραση, "ανασύνταξη" και μερικές ώρες χαλάρωσης. Συγκλονιστικό είναι το πόσες αφηγήσεις ανταρτών περιλαμβάνουν ακριβώς την ίδια αναφορά: Τον αγώνα, όταν ήταν καταδιωκόμενοι, να φτάσουν μέχρι «τα έλατα» και να μπουν στο δάσος για να γλιτώσουν.
Παραθεριστές στο Ξενοδοχείο "Βίλλα Ελάτεια"
στην Φτέρη Αιγιαλείας, πλαγιές Κλωκού, στο μεσοπόλεμο (υψόμετρο 1.260 μ.).
Αρχείο "ΒΗΜΑΤΟΣ της Αιγιάλειας" https://www.tovimatisaigialeias.gr/
|
Το ξενοδοχείο "Βίλλα Ελάτεια" στην Φτέρη Αιγιαλείας, γνώρισε περιόδους "δόξας" στο μεσοπόλεμο, όπως και άλλα παρόμοια θέρετρα σε ελατοδάση. Το συγκεκριμένο κάηκε από τους Ιταλούς το 1942. Το ελατοδάσος του Κλωκού κάηκε το 2007. Αρχείο "ΒΗΜΑΤΟΣ της Αιγιάλειας" https://www.tovimatisaigialeias.gr/ |
Τα ορεινά δάση (ιδίως τα ελατοδάση) διατηρούν το χιόνι για μεγάλο διάστημα και επιτρέπουν τον εμπλουτισμό των υπόγειων νερών |
Στο καμένο δάσος, το χιόνι λιώνει γρήγορα και το νερό χάνεται επιφανειακά |
Τα ελατοδάση απειλούνται
Η κλιματική αλλαγή ενισχύει την σπουδαιότητα των ελατοδασών αλλά ταυτόχρονα τα κάνει πιο ευάλωτα, καθώς αυτά πλέον περιστοιχίζονται από συνθήκες ολοένα πιο αφιλόξενες και απειλητικές. Το Κεφαλλονίτικο έλατο μπορεί μεν να αντέχει την ξηρασία και τα φτωχά εδάφη, δεν παύει όμως να είναι … έλατο. Έχει ανάγκη κάποιες ειδικές συνθήκες (χώμα, σκιά, υγρασία κ.λπ.) για να αναπτυχθεί. Σε αρκετά ελατοδάση της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας, ιδίως αυτά που βρίσκονται σε φτωχά εδάφη στο πιο χαμηλό υψομετρικό τους όριο ή βρίσκονται απομονωμένα ανάμεσα σε ξηρές άνυδρες περιοχές, αυτές οι συνθήκες συντηρούνται («μετά βίας») από το τοπικό κλίμα που δημιουργούν τα ίδια τα δέντρα. Αν χαθούν τα έλατα, αυτομάτως θα επικρατήσουν συνθήκες διάβρωσης, ζέστης, ξηρασίας και έντονου φωτισμού και η επαναφορά του δάσους θα είναι αδύνατη. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο μεγάλος, μη αντιστρεπτός κίνδυνος για τα ελατοδάση από τις δασικές πυρκαγιές.
Καμένο ελατοδάσος στον Κλωκό, 2007. Τα ερείπια ανήκουν στο ξενοδοχείο "Βίλλα Ελατεια" του μεσοπολέμου |
Μολονότι οι δασικές πυρκαγιές είναι μέρος του φυσικού κύκλου στη Μεσόγειο και η μεσογειακή φύση είναι προσαρμοσμένη να ανακάμπτει μετά από αυτές, τα ελατοδάση δεν συμπεριφέρονται όπως η υπόλοιπη μεσογειακή βλάστηση. Ενώ τα μεσογειακά πευκοδάση, ιδίως εκείνα με τη Χαλέπιο και την Τραχεία Πεύκη (Pinus halepensis και P. brutia) καίγονται εύκολα αλλά και ανακάμπτουν εύκολα μετά από αυτές, τα ελατοδάση δεν είναι προσαρμοσμένα στην πυρκαγιά. Καίγονται μεν πιο δύσκολα (έχουν περισσότερη υγρασία και λιγότερο ρετσίνι) αλλά ανακάμπτουν πολύ δύσκολα ή καθόλου. Αυτή η δυσκολία οφείλεται σε δύο κρίσιμες διαφορές στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν τα έλατα μετά την πυρκαγιά σε σχέση με τα πεύκα: Πρώτα στο πώς ριζώνουν τα νέα δεντράκια και δεύτερο στο πού βρίσκονται οι σπόροι για να αρχίσει η νέα γενιά. Το πεύκο φυτρώνει αμέσως μετά τη φωτιά σε γυμνό έδαφος και οι σπόροι του ήδη βρίσκονται στο καμένο δάσος, μέσα στα κλειστά κουκουνάρια των καμένων δέντρων (τα πεύκα φέρουν όλο το χρόνο «στοκ» από κλειστά κουκουνάρια, τα οποία είναι προγραμματισμένα να ανοίξουν μερικές μέρες μετά την έκθεσή τους στις υψηλές θερμοκρασίες της πυρκαγιάς). Άρα, όσο μεγάλη κι αν είναι μια καλοκαιρινή καταστροφή σε ένα πευκοδάσος, το φθινόπωρο αυτό θα είναι γεμάτο με σπόρους και την επόμενη χρονιά με πευκάκια.
Ελατάκια που φυτρώνουν στη σκιά άλλων δέντρων και θάμνων |
Το έλατο διαφέρει εντελώς από το πεύκο και στις δύο περιπτώσεις. Πρώτον, δεν φυτρώνει αμέσως μετά την πυρκαγιά, καθώς έχει μια χρονοβόρα και απαιτητική διαδικασία για να εγκατασταθεί και να αναπτυχθεί. Στα πρώτα στάδια τα ζωής του χρειάζεται σκιά και υγρασία. Αν δεν υπάρχουν άλλα έλατα για να παρέχουν αυτές τις συνθήκες, πρέπει πρώτα να αναπτυχθούν θάμνοι και άλλα δασικά δέντρα και μετά, ανάμεσα σε αυτά, να εγκατασταθούν τα ελατάκια. Δεύτερον, με το που θα καεί το ελατοδάσος, αυτόματα χάνονται και οι σπόροι, καθώς το έλατο δεν διαθέτει ώριμα κλειστά κουκουνάρια το καλοκαίρι - όλοι οι κώνοι του ωριμάζουν τον Οκτώβριο. Άρα, αν ένα ελατοδάσος καεί, ο μόνος τρόπος να βγουν νέα ελατάκια είναι να μεταφερθούν με τον αέρα σπόροι από ζωντανά έλατα που βρίσκονται σε μια ακτίνα μερικών εκατοντάδων μέτρων. Αν αυτά δεν υπάρχουν … τέλος.
Όταν, λοιπόν, ένα ελατοδάσος χαθεί από πυρκαγιά, ακολουθούν δύο πιθανά σενάρια:
1. Αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές (μεγάλα υψόμετρα, πλαγιές με βόρεια έκθεση, πλούσια εδάφη, ήπιες κλίσεις και άθικτο ελατοδάσος σε κοντινή απόσταση) και δεν υπάρξει βόσκηση, οι σπόροι από έλατο θα αναπτυχθούν στη σκιά των θάμνων που θα φυτρώσουν στο ανοιχτό έδαφος. Σε εξαιρετικά καλές συνθήκες, αυτό μπορεί να γίνει σχετικά γρήγορα, ακόμη και σε κάλυψη από απλό γρασίδι ή σε σκιερά γυμνά μέρη. Συνήθως, όμως, θα περάσουν μερικές δεκαετίες μέχρι να αναπτυχθεί πρώτα ψηλή βλάστηση από μακία ή πεύκα, προτού αρχίσουν να ξεπροβάλλουν τα ελατάκια πάνω από το «προδάσος» (όπως το αποκαλούν οι δασολόγοι). Σε 100 χρόνια μπορεί να ξαναγίνει νεαρό ελατοδάσος. Θα αργήσει, αλλά θα ξαναγίνει.
2. Αν οι συνθήκες είναι αντίξοες (χαμηλά υψόμετρα, πλαγιές εκτεθειμένες στο Νότο, απότομες κλίσεις, φτωχό ή υπερβοσκημένο έδαφος και δεν έχει μείνει ελατοδάσος σε κοντινή απόσταση) το ελατοδάσος μπορεί πρακτικά να μην επανέλθει ποτέ. Ακόμη και αν δεν υπάρξει βόσκηση, οι ηλιοκαμένες γυμνές ασβεστολιθικές πλαγιές δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποκτήσουν συνθήκες κατάλληλες για να φυτρώσουν ελατάκια. Σε πολλές περιπτώσεις, η απώλεια του ελατοδάσους θα οδηγήσει ταχύτατα σε ερημοποίηση. Υπάρχουν ήδη αρκετές περιοχές όπου γυμνές πλαγιές στέκονται εκεί που άλλοτε υπήρχαν υγρά σκοτεινά δάση. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Λευκάδα, όπου δεν υπάρχει ούτε ένα έλατο στον κεντρικό γυμνό ασβεστολιθικό όγκο που ονομάζεται Ελάτη. Σχεδόν γυμνό είναι και το Παναχαϊκό και μεγάλα τμήματα άλλων βουνών. Στη Σικελία, το εκεί αντίστοιχο ενδημικό έλατο (Abies nebrodensis) έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
Μεγάλες εκτάσεις που αρχικά καλύπτονταν από ελατοδάση τώρα είναι πλέον γυμνές μετά από το συνδυασμό πυρκαγιάς-αποψίλωσης-βόσκησης. Παναχαϊκό |
Πάρνηθα, 18 χρόνια μετά την πυρκαγιά. Αν στη θέση του καμένου ελατοδάσους ήταν πευκοδάσος, θα βλέπαμε χιλιάδες πευκάκια, ύψους τουλάχιστον 2-3 μέτρων. Φωτ. Δημήτρης Καζάνης |
Καμένο ελατοδάσος στο Ανατολικό Παναχαϊκό, εκτεθειμένο στη συνεχή βόσκηση, χωρίς καμία ένδειξη ή προοπτική αποκατάστασης. Ιούλιος 2008, 16 χρόνια μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1992. |
Είναι, συνεπώς, πολύ σημαντικό να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη χαθούν τα ελατοδάση, διότι σε αντίθεση με τα πευκοδάση -για τα οποία η πυρκαγιά δεν είναι καταστροφή (το αντίθετο: τα πεύκα αξιοποιούν εξελικτικά την πυρκαγιά για να απαλλαγούν από άλλα δέντρα ανταγωνιστές και να φυτρώνουν αμέσως μετά μόνα τους)- για τα ελατοδάση είναι συχνά μη-αντιστρεπτή καταστροφή.
Όλοι θα συμφωνήσουν ότι είναι σημαντικό να προσέχουμε τα ελατοδάση – αυτό όμως, δεν αρκεί. Τα ελατοδάση κινδυνεύουν όχι από έλλειψη φύλαξης αλλά από έλλειψη σχεδίου και από τις αποφάσεις που λαμβάνονται την ώρα της πυρκαγιάς.
Πώς και γιατί καίγονται τα ελατοδάση
Τα ελατοδάση δεν καίγονται εύκολα, ούτε ξεκινά εύκολα μια πυρκαγιά μέσα σε αυτά. Έχουν αρκετή υγρασία, δεν έχουν πολύ ρετσίνι και συνήθως στερούνται εύφλεκτου υπόροφου από θάμνους και πευκοβελόνες. Μπορούμε να ψήνουμε και να γλεντάμε κάτω από τα έλατα χωρίς κίνδυνο να καούμε – κάτι που θα ήταν αδιανόητο μέσα σε ένα πεδινό πευκοδάσος. Είναι αλήθεια ότι, υπό ορισμένες ακραίες συνθήκες (στεγνού χειμώνα -οπότε τα έλατα δεν έχουν αρκετή υγρασία- και καύσωνα το καλοκαίρι), μπορεί, θεωρητικά, μια πυρκαγιά να ξεκινήσει μέσα σε κάποιο άνοιγμα με θάμνους και να κάψει και τα γειτονικά έλατα, όμως αυτό είναι σπάνιο. Επίσης, όταν τα έλατα συνυπάρχουν με μαυρόπευκα, μπορεί μαζί με τα «ξερά» (πεύκα) να καούν και τα «χλωρά» (έλατα). Όμως, αυτές οι ορεινές πυρκαγιές (συνήθως από κεραυνό) αποτελούν ειδική περίπτωση. Το πραγματικό πρόβλημα, με τα αμιγή ελατοδάση, σχετίζεται με τις πυρκαγιές που ξεσπούν στην εύφλεκτη μεσογειακή ζώνη πιο χαμηλά.
Οι πυρκαγιές συνήθως δεν ξεκινούν μέσα στα ελατοδάση. Αρχίζουν από τα χαμηλά υψόμετρα, στη μεσογειακή ζώνη με θάμνους ή πεύκα. Από εκεί, μια συνηθισμένη μεσογειακή πυρκαγιά συνήθως σταματά όταν φτάσει στα πρώτα έλατα. Αν όμως δημιουργηθεί μεγάλο πύρινο μέτωπο, με φλόγες που θα υψωθούν δεκάδες μέτρα, ενισχυμένη από ένα δυνατό άνεμο (π.χ., ένα καυτό λίβα ή καταβάτη βοριά), σε μια πολύ ζεστή μέρα (ιδίως σε μια χρονιά με σχετικά άνυδρο χειμώνα και περιορισμένη υγρασία στα δέντρα) η πυρκαγιά μπορεί να φτάσει στο ελατοδάσος και να επεκταθεί ανεξέλεγκτη από τα πεύκα και τους θάμνους στα έλατα. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις όπου κάηκαν ελατοδάση (το 2007 και παλιότερα), το ολοκαύτωμα ξεκίνησε σε πευκοδάση και θαμνότοπους χαμηλότερων υψομέτρων και μετά επεκτάθηκε ως μέτωπο στο βουνό. Έτσι κάηκαν ελατοδάση στον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα, στην Αρκαδία, στην Αχαΐα (Κλωκός), στην Εύβοια και, φυσικά, στην Πάρνηθα (όπου κάηκαν >20.000 στρέμματα ελατοδάσους τον Ιούνιο 2007). Σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις όλα έγιναν πολύ γρήγορα και δεν μπορούσε κανείς να αντιδράσει. Σε άλλες, όμως, η φωτιά έκαιγε για πολλές ώρες ή και μέρες σε γειτονικές περιοχές προτού επεκταθεί στα ελατοδάση.
Αυτός ο κίνδυνος πάντα υπήρχε για τα ελατοδάση και υπάρχουν ιστορικές αναφορές για πυρκαγιές σε αυτά. Όμως σήμερα ο κίνδυνος είναι πολύ μεγαλύτερος λόγω των υψηλότερων θερμοκρασιών αλλά και της εγκατάλειψης της ημιορεινής ζώνης, που έχει δημιουργήσει εκτεταμένους εύφλεκτους θαμνώνες και πευκοδάση εκεί όπου άλλοτε επικρατούσαν ανοιχτοί βοσκότοποι και το (δύσκολο να καεί) μωσαϊκό του παραδοσιακού αγροτικού τοπίου με αμπέλια και ποικίλες άλλες καλλιέργειες.
Νεαρά έλατα που φύτρωσαν αφού πρώτα αναπτύχθηκαν πυκνοί θάμνοι. (πρόποδες Μαινάλου, Λεβίδι). Οι σπόροι μεταφέρθηκαν μέσω του αέρα από πυκνό ελατοδάσος ψηλότερα. |
Τα πευκοδάση είναι ο χώρος από όπου ξεκινούν οι πυρκαγιές που καταλήγουν στα ορεινά και καίνε τα έλατα |
Επομένως, η πραγματική προτεραιότητα για τη σωτηρία των ελατοδασών δεν είναι τόσο το να φυλάσσονται τα ίδια, αλλά το να μην αφήσουμε τις πυρκαγιές που θα ξεκινήσουν σε γειτονικές περιοχές να επεκταθούν σε αυτά. Σε κάθε περιοχή όπου υπάρχουν ελατοδάση θα πρέπει να υπάρχει σχέδιο που θα προβλέπει, ανάλογα με τον άνεμο, όλα τα σενάρια επέκτασης πυρκαγιάς σε αυτά από τις περιοχές χαμηλότερων υψομέτρων που τα περιβάλουν. Τα σενάρια θα πρέπει να εστιάζουν σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα: την πιθανότητα να δημιουργηθεί μέτωπο πυρκαγιάς που θα έρθει σε επαφή με τα ελατοδάση. Σε πολλές περιοχές, τα ελατοδάση είναι ασφαλή επειδή περιβάλλονται από περιοχές με αραιή βλάστηση ή καλλιέργειες που δεν καίγονται εύκολα (π.χ. αμπέλια). Αλλού, όμως, τα ελατοδάση βρίσκονται σε άμεση επαφή με πυκνούς θαμνότοπους και πεύκα. Αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν προφανή hot spots για επιφυλακή και το σχέδιο θα πρέπει να εντοπίσει τα σημεία εκείνα από όπου το μέτωπο μιας πυρκαγιάς στα χαμηλότερα υψόμετρα μπορεί να περάσει στα έλατα.
Ελατοδάσος σχετικά ασφαλές από πυρκαγιά καθώς κάτω από αυτό υπάρχει αραιή βλάστηση, όπου δεν μπορεί να σχηματισθεί μέτωπο πυρκαγιάς (Ανατολικό Παναχαϊκό) |
Απομεινάρι ελατοδάσους (το βορειότερο της Πελοποννήσου, κοντά στο Καστρίτσι, Πάτρα) σε μεγάλο κίνδυνο από πυρκαγιά, καθώς κάτω από αυτό υπάρχουν πυκνοί και ψηλοί θάμνοι, όπου μπορεί να δημιουργηθεί μεγάλο μέτωπο πυρκαγιάς |
Δεν αρκεί όμως ούτε η επιφυλακή και το σχέδιο που θα συντάξουν ειδικοί (μολονότι προφανώς τέτοιο σχέδιο δεν υπήρχε το 2007). Το κυριότερο είναι οι κρίσιμες αποφάσεις που θα ληφθούν την ώρα της πυρκαγιάς. Υπήρξαν περιπτώσεις (το 2007 και παλιότερα) όπου την ώρα της φωτιάς η προτεραιότητα δόθηκε σε περιουσίες και καλλιέργειες, αφήνοντας το μέτωπο να «φύγει προς το βουνό». Δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη ότι «το βουνό» διαθέτει πολύτιμα οικοσυστήματα τα οποία, αν αποτιμηθούν (ως παροχή νερού, κλίμα, οικοσυστήματα κ.ο.κ.), θα αποδειχτεί ότι αξίζουν περισσότερα εκατομμύρια από ότι μερικές δεκάδες εκτός σχεδίου κτίσματα ή μερικές εκατοντάδες (ή και χιλιάδες) στρέμματα καλλιέργειες. Μπορεί αυτό να φαίνεται ωμά αντικοινωνικό, όμως, στις σημερινές εφιαλτικές προοπτικές της κλιματικής αλλαγής, δεν έχουμε την πολυτέλεια να κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα. Τα ελατοδάση είναι πολύτιμα και πολλά από αυτά δεν πρόκειται να επανέλθουν αν χαθούν.
Άρα, τα ελατοδάση πρέπει να μπουν στην πρώτη γραμμή προτεραιότητας. Όπως οι κατοικημένες περιοχές, θα πρέπει να αποτελούν το πρώτο πράγμα που θα προστατευθεί τη στιγμή μιας πυρκαγιάς. Μαζί με τα ώριμα ελατοδάση, προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελούν και εκείνα που ανακάμπτουν δεκαετίες μετά από προηγούμενη πυρκαγιά. Συχνά, αυτά φαίνονται ως απλοί θαμνότοποι όπου, αν προσέξουμε, θα δούμε να ξεπροβάλλουν ελατάκια πάνω από τις κορυφές των θάμνων ή ανάμεσα στα άλλα δέντρα. Σε 20 – 30 χρόνια αυτές οι περιοχές θα είναι κανονικό δάσος που θα σκιάσει τους θάμνους και θα τους περιορίσει. Είναι κρίμα να χαθούν αυτά τα μελλοντικά δάση από μια «συνηθισμένη» μεσογειακή πυρκαγιά που θα αφεθεί να κάψει τους θάμνους που τα περιβάλουν.
Η σωτηρία των ελατοδασών είναι, τελικά, πολιτική απόφαση
Με αυτή την ανάλυση δεν μπαίνουμε στα χωράφια των δασικών ή των πυροσβεστών. Στόχος είναι οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι, εκείνοι, δηλαδή, που (υποτίθεται ότι) εγκρίνουν τον σχεδιασμό και που, κυρίως, δίνουν ή έχουν τη δυνατότητα να δώσουν εντολές κατά την κρίσιμη ώρα της πυρκαγιάς: δηλαδή ο Υπουργός Πολιτικής προστασίας και ο Γ.Γ. της Αποκεντρωμένης και στη συνέχεια ο Περιφερειάρχης και ο Δήμαρχος (οι δύο τελευταίο δεν έχουν δυνατότητα εντολών, ωστόσο έχουν «ειδικό βάρος» κατά τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τον τόπο τους).
Οι πολιτικά υπεύθυνοι για την πολιτική προστασία πρέπει πρώτα να ενημερωθούν για την ανάγκη να αντιμετωπίζουμε προνομιακά τα ελατοδάση, λόγω της ιδιαίτερης αξίας που έχουν για τις ανθρώπινες κοινωνίες –ιδιαίτερα σε συνθήκες κλιματικής κρίσης- και της μεγάλης δυσκολίας ανάκαμψής τους. Στη συνέχεια, πρέπει να ζητούμε από αυτούς δύο απλά πράγματα:
1. Να υπάρχει ειδικό σχέδιο προστασίας των ελατοδασών κατά τον σχεδιασμό της πολιτικής προστασίας (όχι μόνο μέσα και γύρω από αυτά, αλλά κυρίως στην ευρύτερη πεδινή ζώνη από όπου ένα μέτωπο πυρκαγιάς θα επεκταθεί σε αυτά)
2. Να δίνουν ειδική προτεραιότητα στα ελατοδάση κατά τη φάση της πυρόσβεσης (όχι μόνο όταν απειλούνται άμεσα, αλλά και όταν οι πυρκαγιές μαίνονται στην ευρύτερη πεδινή ζώνη από όπου το μέτωπο μπορεί να επεκταθεί σε αυτά) και να ζητούν από τους συντονιστές να δράσουν ανάλογα
Η σωτηρία κάποιων ελατοδασών μπορεί να εξαρτηθεί από ένα τηλεφώνημα την κρίσιμη εκείνη ώρα: Από το τυποποιημένο «αρχηγέ, να μην καούν περιουσίες» να περάσουμε στο «αρχηγέ, να μην καεί το δάσος». Χρειάζεται θάρρος για αυτό, διότι μπορεί να σημαίνει ότι κάποιες δυνάμεις πυρόσβεσης θα αποσπαστούν από περιοχές με καλλιέργειες ή εκτός σχεδίου κτήρια και θα εστιάσουν στο πώς θα «κόψουν» το μέτωπο της φωτιάς πριν αυτό φύγει προς το βουνό και κάψει το ορεινό δάσος. Αυτό, δηλαδή, που δεν έγινε στην περίπτωση της Πάρνηθας (όταν η φωτιά από τα Δερβενοχώρια αφέθηκε να ανέβει στο ελατοδάσος, ενώ σαφώς υπήρχε δυνατότητα αντίδρασης). Συνήθως, όμως, δεν θα χρειαστεί να φτάσουμε σε τέτοιο οδυνηρό δίλημμα αν υπάρχει από την αρχή σχεδιασμός.
Βασικός είναι και ο ρόλος των πολιτών, των οργανώσεων και των εθελοντικών ομάδων, ώστε να υπάρχει η ανάλογη πολιτική πίεση κατά την ώρα των κρίσιμων αποφάσεων. Μόνο έτσι θα αλλάξουν στάση και τα ΜΜΕ, για να περάσουν από το στερεότυπο «δεν κινδυνεύουν κατοικημένες περιοχές» στο «οι δυνάμεις προσπαθούν να αποκόψουν το μέτωπο της πυρκαγιάς πριν αυτή φτάσει στα έλατα…».
Τα υπεύθυνα όργανα δασοπυρόσβεσης (υπηρεσίες και συμβούλια πολιτικής προστασίας) πάντα θα διαβεβαιώνουν ότι "μεριμνούν για όλα", υπονοώντας ότι μέσα στα "όλα" περιλαμβάνονται και τα ελατοδάση. Δεν αρκεί αυτό. Το ζήτημα είναι πολιτικό: Όλοι γνωρίζουν πως δεν μπορούν να γίνουν όλα, και για αυτό τον λόγο χρειάζεται ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Και πρώτη προτεραιότητα στη σημερινή εποχή είναι τα πολύτιμα για τον άνθρωπο οικοσυστήματα.
Τα υπεύθυνα όργανα δασοπυρόσβεσης (υπηρεσίες και συμβούλια πολιτικής προστασίας) πάντα θα διαβεβαιώνουν ότι "μεριμνούν για όλα", υπονοώντας ότι μέσα στα "όλα" περιλαμβάνονται και τα ελατοδάση. Δεν αρκεί αυτό. Το ζήτημα είναι πολιτικό: Όλοι γνωρίζουν πως δεν μπορούν να γίνουν όλα, και για αυτό τον λόγο χρειάζεται ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Και πρώτη προτεραιότητα στη σημερινή εποχή είναι τα πολύτιμα για τον άνθρωπο οικοσυστήματα.
Η καμένη έκταση στην Κεφαλλονιά, Ιούλιος 2021 (μαυριδερό χρώμα). Λόγω των Βορείων ανέμων, η φωτιά πέρασε "σύριζα¨ στον ορεινό όγκο του Αίνου (αριστερά και πάνω από την καμένη έκταση). Με αλλαγή ανέμου η φωτιά θα έφτανε στο βουνό και στο ελατοδάσος (διακρίνεται με πιο σκούρο πράσινο χρώμα). Μολονότι η πυρκαγιά διήρκησε σχεδόν τρεις ημέρες, δεν ακούστηκαν ανησυχίες για την πιθανότητα να φτάσει η πυρκαγιά στα έλατα - μόνο τα ίδια στερεότυπα "μακριά από κατοικημένες περιοχές"... (Πηγή METEO.gr) |
Το ελατοδάσος του Αίνου στην Κεφαλονιά. Απρίλιος 2018. Άποψη από Νοτιοανατολικά. Φωτ. Χ. Μαρουλής. |
Το δάσος της Θάνας, Νότιο Παναχαϊκό
|