Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Ώρα για αληθινή αποκέντρωση! (Τώρα που καταλάβαμε επιτέλους ότι φτηνή ενέργεια δεν υπάρχει)

 

Μελίσσια Αχαΐας, ένα από τα πολλά κοντινά στην πόλη παραγωγικά χωριά που απονευρώθηκαν από κάθε κοινωνική υποδομή (σχολείο, αστική συγκοινωνία κ.λπ.), με αποτέλεσμα η συνέχιση της κανονικής ζωής να απαιτεί είτε καθημερινές διαδρομές τουλάχιστον 25 χιλιομέτρων προς και από το Αίγιο (συνήθως περισσότερα) - ένα αβάσταχτο βάρος για τον πρωτογενή τομέα.

Η εύκολη, γρήγορη και φτηνή μετακίνηση με το ΙΧ δεν ζωντάνεψε την ύπαιθρο - την ερήμωσε. Τώρα, που ο μύθος της δήθεν φτηνής ενέργειας τελείωσε, είναι ευκαιρία να το ξανασκεφτούμε: Για ζωντανές αγροτικές κοινότητες πρέπει να περιορίσουμε την ανάγκη καθημερινής μετακίνησης με το ΙΧ προς και από την πόλη και να μην θεωρούμε δεδομένο και φυσιολογικό το να διανύει ο καθένας δεκάδες χιλιόμετρα κάθε μέρα

Κατά την πετρελαϊκή κρίση του ’70 ο τριπλασιασμός της τιμής καυσίμων δεν επηρέασε σημαντικά τις μεγάλες αγροτικές κοινότητες αφού σχολείο, αγορά βασικών αγαθών, κοινοτικό γραφείο, βασικές δημόσιες υπηρεσίες, ταχυδρόμος, αστυνόμος, αγροφύλακας, αγροτικός γιατρός, πλανόδιοι έμποροι και ένα πυκνό δίκτυο αστικών και υπεραστικών συγκοινωνιών παρέμεναν άθικτα και διαθέσιμα.

Στην σημερινή κρίση, όμως, τα πανάκριβα καύσιμα βρίσκουν την ύπαιθρο ανοχύρωτη: Σχολείο, αγορά, υπηρεσίες -συχνά και η μόνιμη κατοικία- έχουν μεταφερθεί στην πόλη. Αυτή η «απονεύρωση» της πλούσιας παραγωγικής υπαίθρου δεν οφείλεται στην ανέχεια (όπως η μεταπολεμική εγκατάλειψη των μακρινών φτωχικών χωριών) αλλά, αντίθετα, συντελέστηκε στις εποχές των «παχιών αγελάδων» 1980 - 2010.

Ήταν τότε που η γενικευμένη χρήση του Ι.Χ., το «βολικό» κόστος καυσίμων και οι άνετοι οδικοί άξονες έκαναν εύκολα προσιτά στους κατοίκους της υπαίθρου τα «θέλγητρα» των πόλεων -αγορά, υπηρεσίες, φροντιστήρια για τα παιδιά, δεύτερη δουλειά, διασκέδαση κ.ο.κ. Συνεπώς, αυτά δεν χρειάζονταν στο χωριό και έκλεισαν. Παράλληλα, η μαζική χρήση του Ι.Χ. έκανε άχρηστη και την Δημόσια (Αστική και Υπεραστική) συγκοινωνία, με αποτέλεσμα να σταματήσουν τα δρομολόγια ακόμη και σε κοντινά κεφαλοχώρια που παλαιότερα εξυπηρετούνταν με αρκετά δρομολόγια καθημερινά. Συνεπακόλουθα ήταν να μεταφερθεί και η πρώτη κατοικία στην πόλη και, τέλος, το οριστικό σφράγισμα της κοινωνικής ζωής, το κλείσιμο των Δημοτικών Σχολείων. Η δωρεάν μεταφορά μαθητών δεν άλλαξε την απόφαση: Σχεδόν όλες οι οικογένειες σταδιακά μετακόμισαν στις πόλεις (πολλοί σε νοίκι).

Μέσα στην ευφορία της «ανάπτυξης» η απόσυρση της κοινωνικής ζωής από την παραγωγική ύπαιθρο θεωρήθηκε ως ένα αναπόφευκτο τίμημα της ευημερίας. Άλλωστε, όλοι περνούσαν καλύτερα: Οι «παραγωγικές ηλικίες» απολάμβαναν την ζωή της πόλης, οι ηλικιωμένοι στο χωριό δεν ήταν απομονωμένοι, κόσμος συνεχώς πηγαινοερχόταν, η οικοδομική δραστηριότητα αυξήθηκε.

Όλα αυτά, όμως, στηρίζονταν σε μία θεμελιώδη προϋπόθεση: Την γρήγορη και φτηνή μετακίνηση με ΙΧ. Οι σοβαροί χωροτάκτες προειδοποιούσαν ότι δεν έπρεπε να παρασυρθούμε από αυτή την πρόσκαιρη δυνατότητα. Πρώτη προτεραιότητα έπρεπε να παραμείνει η διατήρηση ζωντανών κοινοτήτων τόσο στην περιφέρεια όσο και στις πόλεις. Προειδοποιούσαν να σταματήσει τόσο η απονεύρωση της υπαίθρου όσο και το «ξεχείλωμα» των πόλεων προς τα προάστια. Τίποτα δεν εισακούστηκε. Ερήμωσαν τόσο τα χωριά όσο και τα κέντρα των πόλεων. Η κοινωνική ζωή συμπυκνώθηκε σε έναν «πολίτη – easy rider» σε απόλυτη εξάρτηση από την συνεχή αυτοκίνηση.

Και φτάσαμε σήμερα στο αναπόφευκτο: Τα 40, 50 ή και 100 χιλιόμετρα καθημερινής μετακίνησης (αυτό σημαίνει η απόσταση 15 – 25 χιλιομέτρων μεταξύ κατοικίας – εργασίας – κοινωνικής ζωής) πλέον σημαίνουν κόστος 250 έως πάνω από 500 € το μήνα. Για τον πρωτογενή τομέα, αυτό προσθέτει ένα τεράστιο και αχρείαστο βάρος στο ήδη αβάσταχτο κόστος παραγωγής.

Η κατάρρευση του μοντέλου ζωής που στηρίζεται στην μαζική χρήση ΙΧ προκαλεί αλυσιδωτές επιπτώσεις (ένα από τα πρώτα σημάδια του "κραχ των στεγαστικών" στις ΗΠΑ το 2008 ήταν οι δανειολήπτες που κατέρρευσαν υπό το αυξημένο κόστος αυτοκίνησης από και προς τα προάστια). Και ενώ σε άλλους τομείς μπορούμε, κυνικά, έστω, να περιμένουμε μια «αυτοδιόρθωση» (ο καθένας ας επιλέξει πού και πώς ζει), στον πρωτογενή τομέα, όπου ο χώρος εργασίας δεν αλλάζει, απαιτούνται μέτρα προκειμένου να ζωντανέψει η ύπαιθρος. 

Αυτά τα μέτρα προϋποθέτουν στροφή 180o στην κρατούσα νοοτροπία: Τώρα πρέπει να περιορίσουμε την ανάγκη για καθημερινή μετακίνηση στην πόλη και όχι να την διευκολύνουμε. Ας δούμε τρεις απαιτούμενες αλλαγές στην κατεύθυνση δημόσιων πόρων (π.χ. ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης). 

Οι ηλεκτρονικές απομακρυσμένες υπηρεσίες πρέπει να παρέχονται κατά προτεραιότητα στις κοινότητες και όχι στα αστικά κέντρα, αλλιώς θα έχουμε έναν ακόμη λόγο εγκατάλειψης (όπως, λ.χ., με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση στο lockdown, όπου οι μαθητές σε αγροτικές περιοχές είχαν μεγάλα προβλήματα σύνδεσης).

Τα οδικά έργα αντί να στοχεύουν στην περαιτέρω βελτίωση της (ήδη καλής) σύνδεσης των χωριών προς το κέντρο (όπως κάνουν μέχρι τώρα οι Ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις δήθεν για άρση της απομόνωσης…), πρέπει να στοχεύσουν στην (συχνά ανύπαρκτη) σύνδεση των κοινοτήτων μεταξύ τους. 

Παράδειγμα: Τρία γειτονικά ιστορικά κεφαλοχώρια στην ημιορεινή Αιγιάλεια, Κουνινά, Παρασκευή, Κρήνη (Αράχοβα) είναι πρακτικά χωρίς σύνδεση μεταξύ τους. Για να μεταβείς από το ένα στο άλλο με ΙΧ πρέπει πρώτα να κατεβείς 10 – 20 χμ. προς το Αίγιο, να πάρεις την διπλανή επαρχιακό οδό και να ανέβεις ξανά προς τα πάνω. Αν τα συνδέαμε με καλό δρόμο μεταξύ τους, ίσως δημιουργούσαμε ένα βιώσιμο «cluster» παραγωγικών οικισμών, με μέγεθος ικανό για ένα σχολείο, μαγαζιά, ΚΕΠ κ.λπ.





Τέλος, πρέπει να μπει … τέλος στο κλείσιμο σχολείων και να βρεθεί τρόπος να ανοίξουν ξανά ορισμένα. Το Δημοτικό Σχολείο αποτελεί θεμελιώδη κοινωνική υποδομή – αν κλείσει, κλείνει κάθε προοπτική να συνεχιστεί η κανονική ζωή. Τελευταίο χτύπημα στην Αιγιάλεια ήταν το κλείσιμο του Δημοτικού Σχολείου στο σημαντικό και παραγωγικό χωριό της Κουνινάς. Ο ισχυρισμός «αφού έμειναν λίγα παιδιά, τα κλείνουμε για παιδαγωγικούς λόγους» είναι υποκριτικός: Η επιλογή του σχολείου είναι δουλειά των γονέων. Δουλειά του κράτους είναι να διατηρεί ανοιχτά κάποια στρατηγικά επιλεγμένα σχολεία έστω και για έναν μαθητή - όπως κάνει στα ακριτικά νησιά. Με συνεπή πολιτική επιλεκτικής στήριξης αυτών των σχολείων (π.χ. με προτεραιότητα σε εκπαιδευτικούς, ειδικότητες, εξοπλισμό), θα αυξηθούν σταδιακά οι μαθητές – αλλιώς δεν πρόκειται κανείς να επιστρέψει.

[Βασισμένο σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα "ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ" τον Ιούλιο 2022]

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

Η σύνδεση της Κλιματικής Κρίσης με την Πολιτική Προστασία είναι μεγάλο λάθος (και πάντα την πληρώνει το περιβάλλον)

                


Η κλιματική αλλαγή σημαίνει ότι επιδεινώνονται οι συνθήκες ζωής στον πλανήτη: Αλλαγή των εποχών, αύξηση της στάθμης της θάλασσας, λειψυδρία, ερημοποίηση, έλλειψη τροφίμων, αυξημένες ανάγκες σε ενέργεια, εκτοπισμός εκατομμυρίων ανθρώπων από τις χώρες τους και, ανάμεσα στα πολλά άλλα, συχνότερη εκδήλωση ακραίων καιρικών φαινομένων.  

Η ζωή υπό αυτές τις νέες συνθήκες απαιτεί οριζόντιες προσαρμογές σε όλους τους τομείς πολιτικής και όλα τα επίπεδα διοίκησης, ώστε να διαμορφώσουμε ανθεκτικές και βιώσιμες κοινωνίες και οικονομίες. Σε αυτόν τον αγώνα προσαρμογής και μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, η προστασία ζωών, περιουσιών και υποδομών από τα συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα -πλημμύρες, πυρκαγιές, ψυχρές ή θερμές καιρικές "εισβολές", δηλαδή η Πολιτική Προστασία- είναι μόνο ένα από τα πολλά μέτρα, δεν είναι η μόνη, ούτε η κύρια δράση.

Ωστόσο, βλέπουμε ότι η Πολιτική Προστασία ανάγεται στην κεντρική δράση προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, και μάλιστα σε επίπεδο Υπουργείου. Πρόκειται για σοβαρό στρατηγικό λάθος: Θεωρούμε την κλιματική κρίση μια «εξωτερική απειλή» (όπως ο πόλεμος), και θα την αντιμετωπίσουμε με ειδικές δυνάμεις, εξοπλισμό και αμυντικά έργα.

Αυτή η στενόμυαλη αντιεπιστημονική προσέγγιση αγνοεί την ουσία των πολιτικών προσαρμογής και πρόληψης που απαιτούνται προκειμένου να μειώσουμε την τρωτότητά μας στις νέες συνθήκες και να μετριάσουμε την εκδήλωση ακραίων φαινομένων, ενώ εκτρέπει πολύτιμους πόρους από εκεί που τους έχουμε ανάγκη.

Το χειρότερο αποτέλεσμα του δόγματος «κλιματική κρίση = εξωτερικός εχθρός» είναι ότι, την στιγμή που χρειαζόμαστε όσο ποτέ τις λειτουργίες των οικοσυστημάτων, αντιμετωπίζουμε το περιβάλλον ως πηγή απειλών (πλημμύρες, πυρκαγιές κ.λπ.) που πρέπει να εξαλείψουμε. Αυτή η αντι-οικολογική προσέγγιση, που στοχεύει στο να καθυποτάξουμε την φύση, δεν είναι κάτι νέο, όμως πλέον θεωρείται και ... "πράσινη", αφού την συνδέσαμε με την κλιματική αλλαγή!

Έτσι, όχι μόνο εντείνονται (αντί να μειώνονται) τα καταστροφικά για την φύση έργα, όπως εγκιβωτισμοί ποταμών, φράγματα, λιθοριπές και αποψίλωση βλάστησης, αλλά βαφτίζονται  … «πράσινα». Εξισώνονται, δηλαδή, με τα αληθινά πράσινα, οικοσυστημικά έργα (π.χ. αποκατάσταση πλημμυρικών πεδίων και ακτών, ορεινή υδρονομία κ.λπ.) που προσφέρουν πραγματική ασφάλεια και βιωσιμότητα.

Αυτός ο παραλογισμός αποκαλύπτεται στους προϋπολογισμούς: Στα Επιχειρησιακά Σχέδια και στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, μεγάλο μέρος των λεγόμενων «πράσινων» πόρων έχει ήδη δεσμευτεί σε σκληρά αντιπλημμυρικά, εγγειοβελτιωτικά και άλλα καταστροφικά για την φύση έργα (φράγματα, ύδρευση κ.λπ.), εκτρέποντας πολύτιμους πόρους από τις αληθινά πράσινες υποδομές και τις οικοσυστημικές λύσεις

Η οικολογία δεν έχει σχέση με αυτή τη νοοτροπία. Η τρωτότητα στην κλιματική κρίση δεν έρχεται απέξω, αλλά βρίσκεται μέσα και δίπλα μας. Έχει σωρευτεί επί δεκαετίες επιπόλαιων πολιτικών και οικονομικών επιλογών. Αντιμετωπίζεται προσαρμόζοντας τις ζωές και τον χώρο μας σε βιώσιμα μοντέλα – όχι με ιεραρχικές και ελεγκτικές δομές και ξοδεύοντας το δημόσιο χρήμα σε εξοπλισμό, δυνάμεις και έργα καταστολής.

Αντιμετώπιση – προσαρμογή στην κλιματική κρίση

Τόσο η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης όσο και η προσαρμογή στις αναπόφευκτες νέες συνθήκες δεν αποτελούν «τομεακές» πολιτικές, δεν είναι «ένα από τα πολλά» που μας αφορούν. Είναι κάτι ευρύτερο.

Η κλιματική κρίση δεν είναι μια πρόσκαιρη εκτροπή (μια «παρενέργεια») από τον μονόδρομο της ανάπτυξης. Είναι η κατάληξη δεκαετιών από καταστροφικές αναπτυξιακές επιλογές, η οποία εκδηλώνεται με πολλούς μορφές, εκ των οποίων τουλάχιστον μία, η κατάρρευση της βιοποικιλότητας, έχει επιπτώσεις σοβαρότερες από ότι η αλλαγή στο κλίμα. 

Για να σωθούμε, πρέπει να αλλάξουμε σχεδόν τα πάντα, με πρώτο το δόγμα της συνεχούς ανάπτυξης σε έναν κόσμο με πεπερασμένους πόρους.

Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί όχι απλά αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με ΑΠΕ, αλλά και οριζόντιες αλλαγές προς μια κοινωνία και οικονομία χαμηλών εκπομπών, κάτι (θεωρητικά) εφικτό μόνο με κυκλική οικονομία, η οποία προϋποθέτει αυστηρή και συνεπή περιβαλλοντική πολιτική, άρα χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης…

Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή απαιτεί και αυτή οριζόντιες δομικές αλλαγές ώστε να διαμορφώσουμε ανθεκτικές κοινωνίες και οικονομίες βασιζόμενες σε πράσινες υποδομές και  οικοσυστημικές υπηρεσίες που μετριάζουν την εκδήλωση ακραίων φαινομένων και προστατεύουν από την αύξηση της θερμοκρασίας και την άνοδο της στάθμης της θάλασσας: Να σχεδιάσουμε ανθεκτικές αστικές και αγροτικές περιοχές (π.χ. πολύ πράσινο και αδόμητες εκτάσεις, χώρους εκτόνωσης των νερών, αποσφράγιση γης, διαπερατά από το νερό υλικά επίστρωσης), να εφαρμόσουμε ολοκληρωμένη διαχείριση παράκτιων περιοχών και λεκανών απορροής, να αναπροσαρμόσουμε τον πρωτογενή τομέα για οικονομία στην κατανάλωση ενέργειας και πόρων, να αναβαθμίσουμε και να αποκαταστήσουμε οικοσυστήματα-κλειδιά όπως δάση, υγρότοπους, πλημμυρικά πεδία, λιβάδια, αλπικές ζώνες. Μια ολόκληρη νέα γενιά πράσινων έργων μπορούν να στηρίξουν αυτή την στρατηγική προς την ανθεκτικότητα (στηρίζοντας και τον κατασκευαστικό τομέα, βλ. Τα Πράσινα Μεγάλα Έργα), πλαισιωμένα από δομικές αλλαγές σε φορολογία, ασφαλιστικό, εργασία, παιδεία με γνώμονα την βιωσιμότητα και την ασφάλεια (όχι την «ανάπτυξη»). Φυσικά, κάπου περιλαμβάνεται και η αυξημένη ετοιμότητα αντιμετώπισης ακραίων φαινομένων, τα αναβαθμισμένα μέσα διάσωσης κ.λπ. Μόνο, όμως, ως μέρος μιας πολύ ευρύτερης προσέγγισης.

Αυτή η στρατηγική προσαρμογής και δημιουργίας ανθεκτικών κοινωνιών και οικονομίας αγγίζει κάθε πολιτική, κάθε επίπεδο διοίκησης στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό ζητά η πράσινη πολική: Οριζόντιες δομικές αλλαγές ώστε να περάσουμε σε βιώσιμες κοινωνίες. 


Και ξαφνικά, η προσαρμογή γίνεται … Πολιτική Προστασία

Ενώ όλοι παραδέχονται την διάσταση του προβλήματος, βλέπουμε ότι στην πράξη η κλιματική κρίση συρρικνώνεται σε τομεακή πολιτική πολιτικής προστασίας! Όλο το εύρος των πολιτικών μεταβιβάζεται σε ένα επιτελείο το οποίο, ως στρατός, εστιάζει στην ετοιμότητα και την καταστολή, βασιζόμενο στην ιεραρχική δομή και την οργάνωση της άμυνας (δυνάμεις, εξοπλισμός και αμυντικά - οχυρωματικά έργα). Αυτό οφείλεται στην στρεβλή  ανθρωποκεντρική νοοτροπία: Η φύση δεν είναι το σπίτι μας αλλά κάτι «έξω» από εμάς, ένας εξωτερικός εχθρός. Και συμπληρώνεται από μια επίσης στρεβλή, αντιεπιστημονική άποψη: Εφόσον τα ακραία φαινόμενα είναι αναπόφευκτα, αναπόφευκτος είναι ο κίνδυνος και οι καταστροφές. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει.

Η εκδήλωση ενός ακραίου φαινομένου, δεν οδηγεί αυτόματα σε καταστροφή. Η καταστροφή συμβαίνει όταν η εκδήλωση του κινδύνου συνδυαστεί με την ευπάθεια, η οποία εξαρτάται από το πόσο τρωτοί είμαστε - από το πώς έχουμε διαχειριστεί τον χώρο μας, πώς ζούμε. 

Μια έντονη βροχόπτωση προκαλεί καταστροφικές πλημμύρες όταν έχουμε σφραγίσει τη γη και καταστρέψει τη φυσική βλάστηση στην λεκάνη απορροής, όταν έχουμε στενέψει ή εγκιβωτίσει την κοίτη των ποταμών και των ρεμάτων, όταν έχουμε αναπτύξει ευαίσθητες υποδομές στη ζώνη πλημμυρών.

Ένας παρατεταμένος καύσωνας προκαλεί καταστροφική πυρκαγιά όταν το παραδοσιακό αγροτικό τοπίο έχει εγκαταλειφτεί και η ύπαιθρος έχει γεμίσει εύφλεκτο υλικό, όταν οικισμοί και υποδομές αναπτύσσονται στα δάση.

Η αυξημένη μέση θερμοκρασία απειλεί πρώτα τις περιοχές που έχουν χάσει τα φυσικά κλιματιστικά, π.χ. δάση, υγρότοπους.

Οι ελαττωμένες βροχοπτώσεις προκαλούν άμεσα λειψυδρία όταν έχουν χαθεί οι φυσικοί χώροι εμπλουτισμού του υδροφορέα, π.χ. ορεινά δάση, υγρότοποι, ζώνες πλημμυρών.

Η αύξηση της στάθμης της θάλασσας προκαλεί εισβολή θαλασσινού νερού όταν έχουν χαθεί τα παράκτια οικοσυστήματα και έχει χαμηλώσει ο υδροφόρος ορίζοντας λόγω υπεράντλησης.

Ένας μεσογειακός κυκλώνας προκαλεί καταστροφή των παράκτιων περιοχών που έχουν χάσει την φυσική άμυνα από παράκτια βλάστηση, αμμόλοφους, λιμνοθάλασσες και έχουν υποδομές πάνω σε ακτές μαλακών ιζημάτων.

Τα ίδια ισχύουν στις αστικές περιοχές. Η ευπάθειά σε καύσωνες και ακραία φαινόμενα εξαρτάται από το πόσο πράσινο και αδόμητοι χώροι απέμειναν, από την οικολογική κατάσταση των περιαστικών περιοχών, το πόση γη έμεινε ασφράγιστη κ.ο.κ.


Πειράζει να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε το κακό;

Η ένωση κλιματικής αλλαγής - πολιτικής προστασίας σημαίνει ότι παρακάμπτουμε τον χώρο ανάμεσα στην εκδήλωση του φαινομένου και την εκδήλωση της απειλής, δηλαδή τα μέτρα που αυξάνουν την ανθεκτικότητα, και πάμε απευθείας στην καταστολή. Σίγουρα, οι δυνάμεις ταχείας επέμβασης, τα υλικοτεχνικά μέσα και τα θηριώδη αμυντικά έργα εντυπωσιάζουν, όμως δεν αποτρέπουν την απειλή - ενώ η πρόληψη μπορεί. Όσο, όμως, δεν διοχετεύουμε πόρους στην πρόληψη και την ανθεκτικότητα, οι απειλές θα γιγαντώνονται και τελικά θα υπερισχύσουν όσα μέσα και εάν διαθέτουμε.

Το προφανέστερο παράδειγμα για την ματαιότητα της εμμονής στην καταστολή και όχι στην ανθεκτικότητα είναι οι πυρκαγιές: Όσο πλούτο, τεχνικά μέσα και δυνάμεις επέμβασης και εάν διαθέτουμε, κάθε λίγα χρόνια εκδηλώνεται ολοκαύτωμα (δηλαδή μια καταστροφική, όχι φυσική πυρκαγιά). Αιτία είναι ότι συσσωρεύεται εύφλεκτη ύλη σε μια ύπαιθρο που χάνει τις παραδοσιακές χρήσεις γης και ταυτόχρονα γεμίζει με σπίτια (βλ. "Από την χρήσιμη φωτιά στο ολοκαύτωμα"). Μοναδική λύση είναι η συνολική αναζωογόνηση της υπαίθρου με επαναφορά παραδοσιακών χρήσεων γης (κυρίως γεωργία, κτηνοτροφία), περιορισμό της εκτός σχεδίου δόμησης και οικισμών σε δασικές περιοχές. Ωστόσο, η πολιτική προστασία επιμένει σε δυνάμεις επέμβασης, συστήματα πυρόσβεσης και αντιπυρικές ζώνες, και το ευρύ κοινό νομίζει ότι αυτά θα αποτρέψουν το επόμενο ολοκαύτωμα, κάτι που δεν ισχύει ακόμη και όπου είναι διαθέσιμα εν αφθονία (π.χ. Αυστραλία, Καλιφόρνια).  

Εκτός από μάταιη σπατάλη πόρων, η άγνοια των φυσικών διεργασιών και η εμμονή στην καταστολή και τα σκληρά οχυρωματικά έργα συχνά καταστρέφει την φύση και δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Ας δούμε τις πλημμύρες. Όσο τα σκληρά αντιπλημμυρικά έργα στενεύουν, εγκιβωτίζουν και υψώνουν τείχη γύρω από  ποτάμια και ρέματα, αποτρέπουν τοπικές ενοχλητικές μικρο-υπερχειλίσεις αλλά δίνουν ταχύτητα στο νερό και αυξάνουν τον κίνδυνο φονικών πλημμυρών κατάντη. Ταυτόχρονα, επιδεινώνουν το τοπικό κλίμα, στραγγίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα, καταστρέφουν ακτές, διαλύουν οικοσυστήματα. Αντίθετα, η οικοσυστημική λύση δεν πιέζει τα υδάτινα συστήματα και προσεγγίζει σε επίπεδο λεκάνης απορροής. Αντί για οχύρωση πίσω από τείχη, περιμένοντας τον ολοένα αυξανόμενο κίνδυνο, προτείνει  ελεγχόμενη αποκατάσταση πλημμυρικών πεδίων και λεκανών εκτόνωσης των νερών και μετεγκατάσταση υποδομών. Έτσι δημιουργείται ανθεκτικότητα στις πλημμύρες μαζί με βελτίωση στο τοπικό κλίμα, αύξηση αποθεμάτων νερού, ενίσχυση των ακτών, στήριξη του πρωτογενούς τομέα με εύφορη γη, προστασία βιοποικιλότητας και τόσα άλλα που προσφέρουν οι οικοσυστημικές λύσεις (βλ. Τα Πράσινα Μεγάλα Έργα).

Φυσικά, τα αληθινά οικοσυστημικά έργα και το χτίσιμο της ανθεκτικότητας απαιτούν αλλαγή νοοτροπίας – κάτι που δεν περιμένουμε από την Πολιτική Προστασία. Κι όμως, της δίνουμε, πλέον, την «πράσινη αρμοδιότητα» της κλιματικής κρίσης, και τα σκληρά, καταστροφικά την φύση έργα της βαφτίζονται … «πράσινα».


… Και τελικά το μαύρο βαφτίζεται «πράσινο»

Τα σκληρά έργα καθυπόταξης της φύσης κυριαρχούσαν και κυριαρχούν. Ενδεικτικά, στο Τεχνικό Πρόγραμμα Δυτικής Ελλάδας για το 2022, στο σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, περίπου 35.000.000 €, το 41%, αφορούν σκληρές δράσεις, κυρίως αντιπλημμυρικά, οριοθετήσεις ποταμών και «εγγειοβελτιωτικά». Φυσικά, έτσι ήταν πάντα (αν και ποτέ τόσα πολλά). Όμως τώρα, λόγω κλιματικής κρίσης, αυτά τα έργα βαφτίζονται … «πράσινα» και χρηματοδοτούνται από πακέτα προστασίας του περιβάλλοντος!

Πρόκειται για εξωφρενικό χλευασμό των αρχών της οικολογίας. Στην κρίσιμη ιστορική καμπή όπου η επιβίωσή μας απαιτεί να αποκαταστήσουμε τις λειτουργίες των οικοσυστημάτων, επικρατεί η άποψη ότι το περιβάλλον είναι πηγή απειλών, και συνεπώς δικαιούμαστε να το καθυποτάξουμε, όπως κάναμε πάντα.

Έτσι, πλέον, τα καταστροφικά για την φύση σκληρά έργα δήθεν «προστασίας» (π.χ. εγκιβωτισμοί ποταμών, φράγματα, καταστροφή βλάστησης), που δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν, όχι μόνο πολλαπλασιάζονται (αντί να ελαττώνονται) αλλά θεωρούνται … «πράσινα». Και, φυσικά, υποσκελίζουν τα αληθινά πράσινα, βιώσιμα, οικοσυστημικά έργα (π.χ. αποκατάσταση πλημμυρικών πεδίων, άρση εμποδίων στις παραλίες, ορεινή υδρονομία κ.λπ.).

Η στρεβλή νοοτροπία δεν φαίνεται στα κείμενα στρατηγικής και σχεδιασμού (το Προεδρικό Διάταγμα ίδρυσης του νέου Υπουργείου «τα λέει αρκετά καλά»). Αποκαλύπτεται, όμως, στους προϋπολογισμούς. Στο Περιφερειακό Πρόγραμμα Ανάπτυξης (εθνικοί πόροι) Δυτικής Ελλάδας 2021- ‘25, σε συνολικό προϋπολογισμό 271 εκατομμυρίων €, τα 71 εκ. (26%) είναι υπό τον τίτλο «Πράσινη Ανάπτυξη». Κοιτώντας τι προβλέπεται, διαπιστώνουμε ότι το 70% αυτών των «πράσινων» πόρων (52 εκ.) είναι «Ανάπτυξη υποδομών και προστασία περιβάλλοντος (μικρά φράγματα, αρδευτικά δίκτυα, ύδρευση - αποχέτευση, αντιπλημμυρικά κλπ)», δηλαδή έργα που προϋποθέτουν υποβάθμιση οικοσυστημάτων και δέσμευση φυσικών πόρων. Τα αληθινά έργα προστασίας φύσης είναι μόλις 500.000 € (0,2%).

Υπάρχει κίνδυνος αυτή η προσέγγιση να επικρατήσει και στα Επιχειρησιακά Σχέδια (ευρωπαϊκοί πόροι). Στον Στόχο Πολιτικής 2 («Πράσινη» Ευρώπη) προβλέπονται Μέτρα για «προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, πρόληψη και διαχείριση κινδύνων … συστημάτων πολιτικής προστασίας και διαχείρισης καταστροφών, υποδομών και προσεγγίσεων που βασίζονται στα οκοσυστήματα» με παρεμβάσεις σχετικές με «πλημμύρες και ολίσθηση εδαφών», «πυρκαγιές», «καταιγίδες και ξηρασία», «κίνδυνους που δεν συνδέονται με την κλιματική αλλαγή (π.χ. σεισμοί) ή συνδέονται με ανθρώπινες δραστηριότητες (π.χ. τεχνολογικά ατυχήματα)». Όλα αυτά θεωρούνται «πράσινα», με θετικό συντελεστή προς τους περιβαλλοντικούς στόχους. Με την υπάρχουσα νοοτροπία, χωρίς σοβαρό αντίλογο, και με δεδομένη την στήριξη ενός πανίσχυρου μελετητικού και εργολαβικού λόμπι, θα έχουμε ιστορική επέλαση καταστροφικών έργων με «πράσινη» χρηματοδότηση.


Και το Υπουργείο;

Δεκαετίες ανάπτυξης χωρίς πρόβλεψη βιωσιμότητας δημιούργησαν τρωτές οικογένειες, κοινωνίες και κράτη έτοιμα να καταρρεύσουν μόλις αλλάξουν οι συνθήκες. Τώρα όλοι και όλα πρέπει να προσαρμοσθούν σε βιώσιμα μοντέλα. Αν αυτό το αναλάβει το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας ως  «Υπερυπουργείο» που οδηγεί τα άλλα, ίσως να βοηθούσε. Με τη νοοτροπία που επικρατεί τώρα, όμως, θα κάνει το αντίθετο: Θα εκτρέψει την προσοχή μας - και τους πόρους- από αυτό τον στόχο.


Βλ. επίσης σε αυτό το μπλογκ: Πότε είναι πράσινα τα "πράσινα" έργα και οι "πράσινες" επενδύσεις?

Επίσης στις ΟΙΚΟΤΡΙΒΕΣ της Αυγής (εδώ αναδημοσίευση στο dasarxeio.com): Στην Ελλάδα της κρίσης: πρόληψη ή καταστολή των καταστροφών;

.

 

 

 

Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Τα επιδοτούμενα αρπακτικά: Σκύλοι και γάτες στην άγρια φύση

 

Ομάδα τριών σκυλιών που προκάλεσαν χάος στην Αλυκή Αιγίου την άνοιξη 2018 μέχρι να πειστεί ο ιδιοκτήτης να τα απομακρύνει. Φωτ. Κ. Σταματόπουλος


H διαχείριση προστατευόμενων περιοχών και τα ζώα συντροφιάς

Όταν σκύλοι ή γάτες βρεθούν στην άγρια φύση δεν είναι απλοί θηρευτές. Σε αντίθεση με τους άγριους θηρευτές, που  περιορίζονται σε ό,τι τους παρέχουν τα οικοσυστήματα, τα ζώα συντροφιάς «επιδοτούνται» από τον άνθρωπο με τροφή, νερό, καταφύγιο και φροντίδα και βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερους πληθυσμούς από τα άγρια σαρκοφάγα. Επιπλέον, αυτή η «επιδότηση» παρέχει πλεόνασμα ενέργειας που κάνει τους σκύλους και τις γάτες πιο αποτελεσματικούς θηρευτές από τα άγρια αρπακτικά, τα οποία αποφεύγουν να σπαταλούν δυνάμεις σε άσκοπα ή δύσκολα «κυνήγια» και παιχνίδια. Έτσι, όταν οι σκύλοι και οι γάτες έχουν πρόσβαση σε φυσικές περιοχές (κάτι που συμβαίνει ολοένα συχνότερα), ασκούν τεράστια θηρευτική πίεση στα άγρια ζώα. Οι γάτες εξολοθρεύουν ολόκληρους πληθυσμούς από ερπετά και μικρά θηλαστικά και επίσης σκοτώνουν μεγάλους αριθμούς από μικρόπουλα, ενώ οι σκύλοι συχνά είναι ο κυριότερος θηρευτής ακόμη και μεγάλων άγριων οπληφόρων. Οι σκύλοι επίσης αποτελούν σοβαρότατο παράγοντα όχλησης, εκτοπίζοντας πολλά ζώα από τον βιότοπό τους. Με δεδομένο ότι οι σκύλοι και οι γάτες είναι πλέον τα πιο πολυάριθμα αρπακτικά στον πλανήτη, το πρόβλημα δεν μπορεί να παραγνωρίζεται. Η υπεύθυνη διαχείριση των ζώων συντροφιάς μπορεί να περιορίσει τους μεγάλους πληθυσμούς τους που έχουν πρόσβαση στην άγρια φύση και αποτελεί προτεραιότητα (και) για την προστασία και διαχείριση της βιοποικιλότητας.

 

  1. Κατηγορίες σκυλιών και γατιών όσον αφορά τις επιπτώσεις στη φύση.

Το «προφίλ» ενός σκύλου ή γάτας, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν τις προστατευόμενες περιοχές και την βιοποικιλότητα διαμορφώνεται κυρίως από τρεις παράγοντες:

-          Πρώτον, το αν υπάρχει υπεύθυνος για το ζώο (ιδιοκτήτης ή, έστω, κάποιος αρμόδιος για το ζώο ή για τον χώρο όπου αυτό ζει) στον οποίο μπορούμε να απευθυνθούμε όταν υπάρχει πρόβλημα. Γενικά, για την άγρια φύση είναι «καλό» όταν υπάρχει υπεύθυνος, «κακό» όταν απουσιάζει.

-          Δεύτερον, τη δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης του ζώου. Δηλαδή, αν μπορεί ένας σκύλος ή μία γάτα να βρεθεί χωρίς έλεγχο ανθρώπου σε μέρη όπου ζουν άγρια ζώα. Προφανώς, για την άγρια φύση είναι «καλό» όταν  ελέγχονται οι σκύλοι και οι γάτες και «κακό» όταν ανεξέλεγκτα επισκέπτονται τις φυσικές περιοχές.

-          Τρίτον, την παροχή τροφής από τον άνθρωπο, είτε εκούσια (τάισμα) ή ακούσια (π.χ. από αποφάγια ή αστικά απορρίμματα). Η παροχή τροφής είναι η σημαντικότερη επιδότηση που λαμβάνουν σκύλοι και γάτες από τον άνθρωπο. Άλλες επιδοτήσεις, τις οποίες στερούνται τα άγρια σαρκοφάγα, είναι η παροχή καταφυγίου, κτηνιατρικής περίθαλψης και, στις πιο θερμές χώρες, νερού. Γενικά, για την άγρια φύση είναι «καλό» να μην «επιδοτούνται» οι σκύλοι και γάτες.

Με βάση τους δυνατούς συνδυασμούς των παραπάνω, έχουμε τέσσερεις κατηγορίες σκυλιών / γατιών, που δημιουργούν διαφορετικά διαχειριστικά προβλήματα στις προστατευόμενες περιοχές και στα άγρια ζώα που ζουν σε αυτές:

1Α.  Δεσποζόμενα ελεγχόμενα. Υπάρχει ιδιοκτήτης, δεν υπάρχει ελεύθερη μετακίνηση, υπάρχει παροχή τροφής. Εδώ έχουμε τα τυπικά οικόσιτα κατοικίδια (pets), αλλά, όσον αφορά τα σκυλιά, σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται και τα κυνηγόσκυλα και άλλα σκυλιά ειδικών εργασιών (φύλακες, διασώστες, αναζήτηση τρούφας κλπ.) τα οποία βρίσκονται υπό τη συνεχή εποπτεία των ιδιοκτητών τους και επισκέπτονται φυσικές περιοχές μόνο μαζί τους. Οι γάτες δεν περιορίζονται τόσο εύκολα όσο τα σκυλιά, γι αυτό οι περισσότερες εμπίπτουν στην επόμενη κατηγορία.

Το βασικό διαχειριστικό πρόβλημα που δημιουργούν αυτά τα ζώα είναι ότι, συνοδεύοντας τους ιδιοκτήτες, μπορεί να βρεθούν σε μέρη ή σε συνθήκες όπου κανένας θηρευτής δεν θα μπορούσε να βρεθεί, π.χ. πάνω σε ακατοίκητες νησίδες. Από την άλλη μεριά, η αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούν είναι απλούστερη από ό,τι στις επόμενες κατηγορίες αφού συνήθως αρκεί να απευθυνθούμε στον υπεύθυνο για να «μαζέψει» ένα ζώο ή για να το αποτρέψει από το να επισκεφτεί μια περιοχή.

Κυνηγόσκυλα που μεταφέρθηκαν για εξάσκηση στις Αλυκές Κοπανά, στη Νέα Λάμψακο, κοντά στην Χαλκίδα. Φωτ. Χρ. Σάλλας


1Β. Δεσποζόμενα ελεύθερα μετακινούμενα (free ranging - owned). Υπάρχει ιδιοκτήτης, υπάρχει ελεύθερη μετακίνηση, υπάρχει παροχή τροφής. Εδώ ανήκουν οι περισσότερες δεσποζόμενες γάτες και πολλοί από τους «εκτός πόλης» σκύλους (π.χ. σε χωριά, αγροτοαστικές και περιαστικές περιοχές,  παραθεριστικούς οικισμούς, αγροικίες και άλλες ανθρώπινες εγκαταστάσεις στη φύση όπως δασικών συνεταιρισμών, ψαράδων, ιχθυοκαλλιεργειών, εργοτάξια, στρατόπεδα, φυλάκια κ.λπ.). Επίσης τα «εκτός υπηρεσίας» τσοπανόσκυλα και, γενικά, οποιοδήποτε ζώο διαθέτει  κάποια «βάση» όπου τρώει και κοιμάται και τον υπόλοιπο χρόνο περιφέρεται ελεύθερα.

Αυτή είναι μια ευρεία κατηγορία. Ξεκινά από τα απόλυτα ελεγχόμενα ζώα που απλώς μερικές φορές αφήνονται να κυκλοφορήσουν μόνα και φτάνει μέχρι τα σχεδόν αδέσποτα που διατηρούν μια σταθερή σχέση με ανθρώπους (π.χ., γύρω από εγκαταστάσεις ψαράδων, στρατόπεδα, βιομηχανίες) όπου βρίσκουν καταφύγιο και τροφή. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί οι άνθρωποι που τα φροντίζουν να μην αυτοαποκαλούνται ιδιοκτήτες, όμως μπορούμε να απευθυνθούμε σε αυτούς όταν τα συγκεκριμένα ζώα κάνουν ζημιά.

Σε αντίθεση με την προηγούμενη κατηγορία, αυτά τα ζώα επισκέπτονται την φύση χωρίς ανθρώπους-συνοδούς, συχνά, μάλιστα, μακριά από τη βάση τους. Αυτό κάνει δύσκολη την ανεύρεση του υπευθύνου και δεν μπορούμε να προσδοκούμε στην άμεση ανταπόκρισή του. Άρα, αναγκαστικά, χρειάζονται επιπλέον μέτρα για να αποτρέψουμε αυτά τα ζώα από το να δημιουργήσουν πρόβλημα (π.χ. περίφραξη).

Πάντως, εξακολουθεί να υπάρχει κάποιος τον οποίο μπορούμε να απευθυνθούμε για να αναλάβει τις ευθύνες του. Όταν παύει να υπάρχει «αυτός ο κάποιος», περνάμε στην επόμενη κατηγορία.  

1Γ. Αδέσποτα (stray - free ranging). Δεν υπάρχει ιδιοκτήτης, υπάρχει ελεύθερη μετακίνηση, υπάρχει παροχή τροφής. Η παροχή τροφής είναι είτε οργανωμένη από ευαισθητοποιημένους πολίτες ή οργανώσεις ή ακούσια, από αστικά απορρίμματα και υπολείμματα φαγητών διαθέσιμα σε υπαίθριες ταβέρνες, «τουριστικά περίπτερα», χώρους «πικ νικ», καντίνες, λιμάνια, παραλίες, χιονοδρομικά και οπουδήποτε άνθρωποι συγκεντρώνονται παρέχοντας λίγο-πολύ προβλέψιμες ποσότητες τροφής[1].

Αποτέλεσμα της απουσίας υπευθύνου είναι ότι, όταν τα ζώα αυτά επηρεάζουν προστατευόμενες περιοχές, πρέπει να αναζητήσουμε άλλους τρόπους προφύλαξης όπως μόνιμες ή προσωρινές περιφράξεις, φύλαξη, ειδικά διαχειριστικά και κανονιστικά μέτρα (π.χ. δημιουργία ασφαλών θέσεων φωλιάσματος και απαγόρευση ταΐσματος σκυλιών και γατιών) και, τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις όπου πρέπει να μιλάμε για απομάκρυνση κάποιων ζώων.

Ένα μεγάλο διαχειριστικό πρόβλημα σε αυτές τις περιπτώσεις, ιδίως όσον αφορά τα σκυλιά, είναι ότι συχνά δεν είναι σαφές αν υπάρχει ή όχι υπεύθυνος για το ζώο.  Πρόκειται για τα ζώα που προηγουμένως περιγράψαμε ως «σχεδόν αδέσποτα», με σταθερή βάση, τροφή και φροντίδα, τα οποία είναι χωρίς ανθρώπινο έλεγχο, βρίσκονται σε καλή κατάσταση (ικανά να περιφέρονται με τις ώρες σε φυσικές περιοχές) και, όταν κάνουν ζημιά, χάνεται πολύτιμος χρόνος αναζητώντας έναν ανύπαρκτο υπεύθυνο αντί να λάβουμε άλλα μέτρα. 

"Αδέσποτα" σκυλιά στην παραλία Ναυπλίου (έχοντας διώξει από τη θέση τους Πρασινοκέφαλες Πάπιες  Anas platyrhynchos και Σφυριχτάρια Anas penelope) - Ν. Κίου. Φωτ. Βούλα Τσιλιμπή

1Δ. «Εξαγριωμένα» (Feral). Δεν υπάρχει ιδιοκτήτης, υπάρχει ελεύθερη μετακίνηση,  δεν υπάρχει παροχή τροφής. Οι τρεις προηγούμενες κατηγορίες αφορούσαν ζώα που ζουν κοντά στους ανθρώπους και είναι εξοικειωμένα με αυτούς. Υπάρχουν όμως και αυτά που έχουν επανέλθει στην άγρια κατάσταση, αποφεύγουν τον άνθρωπο και ζουν ως άγριοι θηρευτές -  οι γάτες ως αγριόγατες και τα σκυλιά ως λύκοι ή τσακάλια. Το βασικό πρόβλημα που δημιουργούν τα ζώα αυτής της κατηγορίας είναι ότι μπορεί να βρεθούν πολύ μακριά από τον άνθρωπο, ακόμη και σε φαινομενικά «παρθένες» περιοχές. Εκεί, όχι μόνο ασκούν θήρευση σε πληθυσμούς  άγριων ζώων, αλλά αποτελούν και σοβαρό ανταγωνιστή των άγριων αρπακτικών.

Το γεγονός ότι δεν στηρίζονται στον άνθρωπο και πρέπει να βγάλουν πέρα μόνα τους με ό,τι τους παρέχει το οικοσύστημα, θεωρητικά σημαίνει ότι οι αριθμοί τους διατηρούνται σε «φυσιολογικά» επίπεδα. Συνήθως, ωστόσο, δεν έχουμε πραγματικά «άγριους» σκύλους και γάτες…  Στην Ελλάδα (και, γενικά, στην Ευρώπη) ακόμα και οι σκύλοι και οι γάτες που ζουν σε φαινομενικά «άγρια» κατάσταση συνήθως συνδέονται με τους «αστικούς» πληθυσμούς και εμπλουτίζονται από εκείνους με νέα άτομα. Επίσης διατηρούν κάποιο βαθμό εξοικείωσης με τον άνθρωπο και πλησιάζουν ανθρώπινες εγκαταστάσεις, αγροικίες, σκουπιδότοπους και άλλα μέρη όπου είτε βρίσκουν υπολείμματα τροφής ή  κυνηγούν οικόσιτα και άλλα ζώα που ζουν κοντά στον άνθρωπο (π.χ. αρουραίους, σαύρες)[2].  Συνεπώς, δεν πρόκειται για αμιγώς άγριους πληθυσμούς αλλά, έστω έμμεσα, ευνοούνται και αυτά από τον άνθρωπο και έτσι διατηρούνται σε μεγαλύτερους αριθμούς από ό,τι ένας αντίστοιχος άγριος πληθυσμός από λύκους ή γνήσιες αγριόγατες. Άρα, κάνουν δυσανάλογα μεγάλη ζημιά.

 

  1. Ποιο πρόβλημα  προκαλούν οι σκύλοι και οι γάτες στην άγρια φύση

Για την διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών σε Ελλάδα και Ευρώπη, οι σκύλοι και οι γάτες δημιουργούν τέσσερα κύρια προβλήματα (αφήνοντας στην άκρη άλλα προβλήματα που, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι σοβαρά, π.χ., διάδοση ασθενειών, υβριδισμός με άγρια συγγενικά είδη[3]):

2Α. Θήρευση. Είναι ευρύτατα τεκμηριωμένο διεθνώς ότι οι  οικόσιτες γάτες εξολοθρεύουν εκατοντάδες εκατομμύρια πουλιά κάθε χρόνο, ενώ το ίδιο συμβαίνει με τα μικρά θηλαστικά (σε χώρες με σημαντική πανίδα μικροθηλαστικών, όπως η Αυστραλία, αποτελούν υπ’ αριθ. ένα πρόβλημα). Στην Ελλάδα, πολύ μεγάλο πρόβλημα φαίνεται πως είναι η θήρευση στα μικρά ερπετά. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές όταν οι οικόσιτες γάτες εγκατασταθούν εκεί όπου προηγουμένως απουσίαζαν, για παράδειγμα σε νέους οικισμούς ή παραθεριστικές περιοχές, όπου μέσα σε λίγα χρόνια εξολοθρεύουν σαύρες, φίδια, νυχτερίδες, μικρά τρωκτικά και μεγάλα έντομα.

Οι σκύλοι είναι επίσης ικανοί θηρευτές, ιδίως όταν σχηματίζουν αγέλες ικανές να σκοτώσουν μεγάλα ζώα, όπως ελάφια στην Πάρνηθα. Στην Ελλάδα πολλοί δεν αντιλαμβάνονται πόσο αποτελεσματικοί κυνηγοί άγριων ζώων είναι οι σκύλοι (όταν γίνεται ζημιά σε αιγοπρόβατα ενοχοποιούν τους λύκους)

Όλοι οι σκύλοι και γάτες που έχουν πρόσβαση σε φυσικές περιοχές είναι δεινοί θηρευτές (ακόμη και ο πιο χοντρός και αδέξιος γάτος μπορεί άνετα να πιάσει μερικές σαύρες).

Σκυλιά ("εξαγριωμένα") κυνηγούν Όναγρους (Ασιατικούς Άγριους Γάιδαρους) Equus hemionus στην Ινδία.

Γάτα συλλαμβάνει Αλκυόνη Alcedo atthis σε κυματοθραύστη. Δεν δίστασε να βραχεί. Νομός Χανίων. Φωτ. Πάνος Περαντωνάκης 

Γάτα έχει συλλάβει νεαρό Λαγόγυρο Spermophilus citellus. Φωτ. Kalina Borisova

Γάτα έχει συλλάβει το μικρό τρωκτικό Microtus hartingi. Λέσβος Φωτ. Στυλιανός Ζανέτος

Γάτα έχει συλλάβει Στικτοπουλάδα Porzana porzana, Νομός Χανίων. Φωτ. Ν. Σαμαριτάκης


Γάτα με σαύρα. Φωτ. Saban Ramadan Oglou 

2Β. Όχληση. Ακόμη κι όταν δεν σκοτώνουν, η συνεχής παρουσία σκυλιών και γατιών αρκεί να διώξει τα άγρια ζώα από τον βιότοπό τους, αχρηστεύοντας μεγάλες εκτάσεις προστατευόμενων περιοχών. Χειρότεροι είναι οι σκύλοι επειδή συχνά δεν ενοχλούν απλώς με την παρουσία τους αλλά «παίζοντας» και κυνηγώντας πουλιά και άλλα ζώα χωρίς να τα πιάνουν.

Το πρόβλημα της όχλησης είναι ιδιαίτερα σοβαρό σε υγρότοπους και παραλίες, όπου δεν υπάρχουν εναλλακτικά μέρη για να καταφύγουν στα πουλιά. Περισσότερο υποφέρουν  τα παρυδάτια  σε όχθες και ρηχά νερά αφού τα σκυλιά δεν τα αφήνουν να τραφούν με ησυχία και να ξεκουραστούν (βλ. απαγόρευση σκυλιών από Ιρλανδικές παραλίες). Σε πολλές μικρής έκτασης προστατευόμενες περιοχές, η όχληση από τα σκυλιά αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα για τα παρυδάτια και τα καλοβατικά (ερωδιούς, χαλκόκοτες, φοινικόπτερα κ.λπ.) πουλιά. 

Κυνηγόσκυλο καταδιώκει υδρόβια στην παραλία Βουρκάρι μεγάρων. Φωτ. Αντώνης Σπανός

Κυνηγόσκυλο καταδιώκει ερωδιούς. Αλυκές Κοπανά, Ν. Λαμψακος. Φωτ. Χρ. Σάλλας

Σκυλιά στην όχθη ταμιευτήρα, Κρήτη. O ΑργυροτσικνιάςCasmerodius albus δεν κινδυνεύει να συλληφθεί από αυτά, όμως η παρουσία τους του στερεί την δυνατότητα να τραφεί στα ρηχά νερά, εκεί που κανονικά αναζητά τροφή. Φωτ. Μιχάλης Δρετάκης

Σκυλιά καταδιώκουν Αργυροτσικνιάδες Casmerodius albus στην θάλασσα, στην περιοχή μεταξύ Ναυπλίου - Ν. Κίου. Φωτ. Θάνος Κομνηνός

Ακόμη και πολύ μικρά σκυλιά μπορούν να διώξουν μεγάλους αριθμούς παρυδάτιων από παραλίες. Πηγή:https://phys.org/news/2016-04-migratory-birds-beaches-dogs.html

2Γ. Καταστροφή και αποτροπή φωλιάσματος. Αυτό θα μπορούσε να υπαχθεί στις επιπτώσεις της θήρευσης και της όχλησης, αλλά υπάρχει μια σημαντική πρακτική διαφορά:

Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, πολλά πουλιά (και άλλα ζώα) μπορούν να ανεχτούν κάποιο επίπεδο παρουσίας σκυλιών και γατιών.

Όταν, όμως, έχουμε φώλιασμα, αρκεί η ολιγόλεπτη παρουσία ενός σκύλου ή γάτας για  να καταστραφούν πολλές φωλιές και νεοσσοί ή να εγκαταλειφθεί η αποικία. Αυτό συμβαίνει σε ακατοίκητες νησίδες ή όταν σκυλιά των παραθεριστών βρεθούν ξαφνικά τον Ιούλιο σε μια μέχρι πρότινος «ασφαλή» παραλία ή αμμονησίδα. Μία και μόνη τέτοια επίσκεψη στην τρίμηνη διάρκεια μιας αναπαραγωγικής περιόδου ισοδυναμεί με καταστροφική επιδρομή.

Συνεπώς, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εποχές, όπου μπορεί να βρεθεί ένα modus vivendi μεταξύ ζώων συντροφιάς και άγριας φύσης, κατά την αναπαραγωγική περίοδο απαιτείται ολοκληρωτικός αποκλεισμός της παρουσίας σκυλιών και γατιών. Αυτό είναι ένα από τα πιο κρίσιμα διαχειριστικά μέτρα, ιδίως σε υγρότοπους και ακατοίκητες νησίδες. Το ίδιο ισχύει και όταν οι πληθυσμοί των άγριων πουλιών είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι, π.χ. όπου σταθμεύουν αποδημητικά παρυδάτια ή όταν τα πουλιά είναι ταλαιπωρημένα λόγω κακοκαιρίας.  

Ακόμη και εάν δεν καταστρέψουν την φωλιά, η παρουσία των σκυλιών αναγκάζει τους γονείς να πετούν συνέχεια, αφήνοντας εκτεθειμένα τα μικρά. Σκύλος και Καλαμοκανάς Himantopus himantopus. Αλυκή Αιγίου. Φωτ. Κ. Σταματόπουλος


Σκύλοι κολύμπησαν και πήγαν πάνω στην φωλιά από τα Ποταμογλάρονα Sterna hirundo. Αλυκή Αιγίου. Φωτ. Κ. Σταματόπουλος

2Δ. Ανταγωνισμός με άγριους θηρευτές. Οι σκύλοι και οι γάτες που περιφέρονται σε μεγάλους αριθμούς, κυνηγούν και, ταυτόχρονα, δεν φοβούνται τον άνθρωπο έχουν μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άγριων αρπακτικών. Όχι μόνο τα ανταγωνίζονται για τροφή αλλά και τα εκτοπίζουν, τους κλέβουν την λεία ή και τα σκοτώνουν (π.χ. οι γάτες τις νυφίτσες, οι σκύλοι τα τσακάλια).

Κλασσική περίπτωση ολοκληρωτικού εκτοπισμού άγριων σαρκοφάγων από εισαγόμενα σκυλιά είναι η εξαφάνιση του Θυλακίνου από την Αυστραλία όταν οι άνθρωποι έφεραν τον σκύλο. Τσοπανόσκυλα επίσης σκοτώνουν τα τελευταία Ασιατικά Τσιτάχ στο Ιράν, ενώ στα βουνά της Κ. Ασίας κυνηγούν τις Λεοπαραδάλεις των Χιόνων. Στην Ελλάδα δεν γνωρίζουμε πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα. Βλέποντας, όμως, πόσο μεγάλες και δυναμικές είναι ορισμένες αγέλες «εξαγριωμένων» σκυλιών, αναρωτιέται κανείς πώς μπορούν να τα βγάλουν πέρα μαζί τους λίγοι λύκοι ή τσακάλια.

Όσοι ανησυχούν για την περιουσία και τα οικόσιτα ζώα τους πιθανώς θα ένιωθαν πιο άνετα σε ένα περιβάλλον που αντί για λύκους, τσακάλια και αγριόγατες θα ζούσαν μόνο σκύλοι και γάτες. Κάνουν μεγάλο λάθος. Οι σκύλοι και οι γάτες είναι πολύ περισσότερα από τα άγρια αρπακτικά, πλησιάζουν εύκολα τον άνθρωπο και κάνουν πολύ μεγαλύτερες ζημιές στα οικόσιτα ζώα, από πουλερικά μέχρι βοοειδή.  

 

Πέντε σκυλιά έχουν στριμώξει μια νεαρή Καφέ Αρκούδα Ursus arctos. Κίνα. Φωτ. Shan Shui  Panthera  SLT

Τρία μεγάλα τσοπανόσκυλα κυνηγούν μια Περσική Λεοπάρδαλη Panthera pardus. Β Ιράν. Φωτ. Future 4 Leopards Foundation

  1. Αφού η θήρευση, η όχληση και ο ανταγωνισμός είναι φυσικά φαινόμενα, γιατί είναι κακό όταν ευθύνονται σκύλοι και  γάτες;

Η δράση των σκύλων και γατών στην άγρια φύση δεν έχει σχέση με την φυσική λειτουργία των οικοσυστημάτων για τρεις λόγους. Οι δύο πρώτοι είναι εμφανείς, χρειάζεται προσοχή στον τρίτο:

3Α. Οι σκύλοι και οι γάτες εμφανίζονται σε μέρη όπου δεν αναμένονται άγριοι θηρευτές. Τα δεσποζόμενα ζώα, είτε ως pets  ή ως σκύλοι ειδικών εργασιών (τσοπανόσκυλα κ.λπ.) μπορούν να βρεθούν σε μέρη ή υπό συνθήκες όπου κανένας χερσαίος θηρευτής δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αφορά τις ακατοίκητες νησίδες, όπου σημαντικά είδη πουλιών φωλιάζουν στο έδαφος. Η μεταφορά σκύλων (συνήθως) και γατιών (σπανιότερα αλλά πολύ καταστρεπτικά[i]) είναι ένα από τα χειρότερα διαχειριστικά προβλήματα πάνω στις νησίδες και η αυστηρή απαγόρευσή της αποτελεί στοιχειώδες διαχειριστικό μέτρο.

Ανάλογα προβλήματα προκύπτουν όταν σκύλοι, ακολουθώντας παραθεριστές, ορειβάτες, κατασκηνωτές, αθλητές extreme sports κ.λπ., καταλήγουν να βρίσκονται απρόσμενα σε περιοχές όπως ερημικές παραλίες, λουρονησίδες, βουνοκορφές και σε συνθήκες όπως καταμεσήμερο, νύχτα, υπό έντονη χιονόπτωση κ.λπ., αιφνιδιάζοντας ανυποψίαστα άγρια είδη που γνώριζαν ότι υπό τέτοιες συνθήκες θα έμεναν ήσυχα. 

Επίσης, η εξοικείωση με τον άνθρωπο σημαίνει ότι οι σκύλοι και οι γάτες πλησιάζουν κατοικίες και κυκλοφορούν την ημέρα, εξολοθρεύοντας πληθυσμούς από μικρά ερπετά και θηλαστικά που ζουν κοντά στον άνθρωπο (σε αγροικίες, περιαστικές περιοχές,  αρχαιολογικούς χώρους κ.λπ.) και τα οποία οι άγριοι θηρευτές δεν θα απειλούσαν.

3Β. Οι σκύλοι και οι γάτες βρίσκονται σε αφύσικα μεγάλους αριθμούς. Ο αριθμός των αρπακτικών σε κάθε οικοσύστημα είναι περιορισμένος και πάντα πολύ μικρότερος από τον αριθμό της λείας. Στην περίπτωση των σκύλων και των γατών, όμως, η επιδότηση σε τροφή και (δευτερευόντως) σε περίθαλψη, καταφύγιο και νερό διατηρεί τους πληθυσμούς τους σε πολύ μεγαλύτερα επίπεδα από ότι το κάθε οικοσύστημα «σηκώνει»[4].

Στην άγρια φύση, η μέση πυκνότητα πληθυσμών Αγριόγατας κυμαίνεται στο ένα ζώο ανά 5 – 10/ τ.χ. Αντίθετα, οι γάτες στις περιαστικές περιοχές μπορεί να ξεπερνούν τα 10  ζώα/τ.χ. ενώ οι «εξαγριωμένες» (feral) συχνά ξεπερνούν το ένα ζώο/τ.χ. Μόνο στις ΗΠΑ, οι εξαγριωμένες και ελεύθερες γάτες υπολογίζονται σε >100 εκατομμύρια. Πρόκειται για τεράστιο αριθμό, μεγαλύτερο από ό,τι όλα τα άλλα είδη μικρών σαρκοφάγων μαζί.

Οι σκύλοι είναι αναλογικά, χειρότεροι. Περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο περιφέρονται ελεύθεροι στον πλανήτη (ενώ όλοι οι λύκοι μαζί δεν ξεπερνούν τις 300.000). Σε έρευνα με κάμερες σε φυσικές περιοχές στη Δυτική Ελλάδα καταγράφηκαν χιλιάδες σκυλιά εκεί όπου μετά βίας εντοπίστηκαν λίγες δεκάδες λύκοι ή τσακάλια.

Αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα οι σκύλοι και οι γάτες είναι πολύ περισσότερα από όσα αρπακτικά φυσιολογικά θα υπήρχαν σε κάθε οικοσύστημα και η  θηρευτική πίεση στα άγρια ζώα είναι τεράστια. Ο δε ανταγωνισμός επί των άγριων θηρευτών είναι εντελώς άνισος.  

Συχνά, όμως, το χειρότερο είναι το επόμενο…



3Γ. Λόγω της επιδότησης, οι σκύλοι και οι γάτες διαθέτουν ανεξάντλητα αποθέματα ενέργειας. Θα περιμέναμε ότι ένας καλοταϊσμένος σκύλος ή γάτα δεν έχει «κίνητρο» να κυνηγήσει. Αυτό δεν ισχύει (αν ήταν έτσι, οι κυνηγοί θα άφηναν τα σκυλιά νηστικά πριν το κυνήγι). Συμβαίνει το αντίθετο. Οι καλοταϊσμένοι, υγιείς και ξεκούραστοι σκύλοι και γάτες διαθέτουν πολύ περισσότερο χρόνο και ανεξάντλητες δυνάμεις για κυνήγι και παιχνίδι. Αυτό βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με ό,τι ισχύει στα άγρια αρπακτικά, των οποίων η επιβίωση απαιτεί ένα αυστηρό καθημερινό πρόγραμμα συντήρησης δυνάμεων.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί αυτό, διότι αφορά ένα από τα σημαντικότερα διαχειριστικά μέτρα για την άγρια φύση: την αποτροπή ταΐσματος σαρκοφάγων στην φύση.

Στην φύση, ο αγώνας για εξασφάλιση και εξοικονόμηση ενέργειας αποτελεί το πρωταρχικό καθημερινό μέλημα κάθε οργανισμού.  Τα αρπακτικά χρειάζονται μεγάλα ποσά ενέργειας όχι μόνο για τις φυσικές τους λειτουργίες αλλά και για το κυνήγι (να αναζητήσουν το θήραμα, να το καταδιώξουν και, αν το πιάσουν, να μπορέσουν να το κατατροπώσουν). Μοναδική πηγή ενέργειας για έναν θηρευτή είναι το προηγούμενο θήραμα. Όταν, π.χ., μια αλεπού κυνηγά έναν λαγό, δεν προσδοκά να λάβει από αυτόν μόνο την ενέργεια για τον μεταβολισμό της, την θερμορύθμιση, την κύηση, την ανατροφή των μικρών, την σωματική της ανάπτυξη κ.λπ. Χρειάζεται και ενέργεια για να κυνηγήσει τον επόμενο λαγό (στην πραγματικότητα, χρειάζεται παραπάνω, διότι κάθε κυνηγετική επιτυχία έρχεται μετά από κάμποσες αποτυχημένες προσπάθειες). Αν η ενέργεια που έλαβε από τον τελευταίο λαγό δεν επαρκεί για να πιάσει τον επόμενο, η αλεπού χάνεται. Για αυτό τον λόγο, άλλωστε, ένας θηρευτής δεν μπορεί ποτέ να εξαφανίσει την λεία του: αν υποθέσουμε ότι γίνεται τόσο ικανός ώστε αρχίζει να εξολοθρεύει τη λεία του με ρυθμό μεγαλύτερο από ό,τι αυτή αναπαράγεται, κάποια στιγμή αυτή θα γίνει τόσο δυσεύρετη, ώστε η ενέργεια που προσέλαβε ο θηρευτής από το τελευταίο θήραμα δεν θα επαρκεί για να κυνηγήσει το επόμενο. Αυτή είναι μια θεμελιώδης «ασφαλιστική δικλίδα» των οικοσυστημάτων. Χωρίς αυτήν, πρώτα θα «τελείωναν» τα θηράματα και μετά θα χανόταν ο τελευταίος θηρευτής.  Φυσικά (ευτυχώς), ισχύει το αντίθετο. Στα φυσικά οικοσυστήματα, όταν η πυκνότητα της λείας πέσει κάτω από ένα κρίσιμο όριο, ο θηρευτής χάνεται (μέχρι οι πληθυσμοί της λείας να αυξηθούν ξανά και να έρθουν νέοι θηρευτές).

Η ζωή, λοιπόν, είναι σκληρή για τους θηρευτές. Ζουν υπό το διαρκές άγχος να έχουν δυνάμεις για το επόμενο κυνήγι. Για αυτό στην φύση τα σαρκοφάγα περνούν τον περισσότερο καιρό τους αναπαυόμενα (σε πολλά αυτό ξεπερνά τις 20 ώρες το 24ωρο). Δεν σπαταλούν ενέργεια για άσκοπες περιηγήσεις, παράτολμα κυνήγια και ατελείωτα παιχνίδια.

Όταν, όμως, τα σαρκοφάγα λάβουν επιπλέον τροφή «από έξω», η ισορροπία σπάει.

Απαλλαγμένα από το άγχος της εξοικονόμησης ενέργειας, ένας ταϊσμένος και περιποιημένος σκύλος και γάτα παραβιάζουν τον προαιώνιο περιορισμό και μετατρέπονται σε υπερ-αρπακτικά: Χωρίς τον φόβο της πείνας, μία γάτα μπορεί να περιμένει επί ώρες ένα μικρό ζώο για να βγει από την κρυψώνα του – ενώ μια αγριόγατα σύντομα θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει και να αναζητήσει αλλού τροφή. Μια ομάδα καλοταϊσμένων σκυλιών μπορεί να ταλαιπωρεί επί ώρες ένα μεγαλόσωμο άγριο ζώο (είτε θήραμα, π.χ. ένα ελάφι, ή ανταγωνιστή, π.χ. λύκο ή λύγκα) ακόμη και όταν δεν πρόκειται να αναπληρώσουν την ενέργεια που δαπάνησαν και το ρίσκο που έλαβαν. Ένας σκύλος μπορεί να επιστρέφει κάθε μέρα σε μια λιμνοθάλασσα ή παραλία διώχνοντας τα πουλιά – ένας λύκος η ένα τσακάλι θα εγκατέλειπαν μόλις διαπίστωναν ότι δεν πιάνουν κάτι και θα δοκίμαζαν ξανά μετά από μήνες. 

Αποτέλεσμα είναι μια εντελώς αφύσικη θηρευτική πίεση και, κυρίως, όχληση. Όλοι οι σκύλοι και γάτες έχουν έμφυτη την τάση καταδίωξης λείας και όσο καλύτερα ταϊσμένα είναι, τόσο περισσότερη ενέργεια διαθέτουν για να ταλαιπωρούν άγρια ζώα.

 

Τσακάλι εφορμά σε παρυδάτια σε υγρότοπο του Ν. Θεσσαλονίκης. Οι πιθανότητες να πιάσει κάτι είναι ελάχιστες. Τέτοιες συμπεριφορές στα άγρια σαρκοφάγα γίνονται σπάνια και μόνο για την μικρή πιθανότητα να πετύχουν κάποιο τραυματισμένο ζώο ή να αρπάξουν κάτι πάνω στην σύγχυση. Φωτ. Σάκης Τσιλιανίδης

Κυνηγόσκυλο στις Αλυκές Κοπανά, στη Νέα Λάμψακο. Σε αντίθεση με τα άγρια αρπακτικά, τα ταϊσμένα σκυλιά σε κάθε έξοδο τσαλαβουτούν συνεχώς στο νερό καταδιώκοντας πουλιά χωρίς να τα ενδιαφέρει αν πιάσουν κάτι ή όχι. Φωτ. Χρήστος Σάλλας


Γάτα επιχειρεί να πλησιάσει Κιρκίρια Anas crecca στην Αλυκή Αιγίου. Οι πιθανότητες να τα πιάσει είναι ελάχιστες αλλά, καθώς είναι καλοταϊσμένη από το διπλανό σπίτι, μπορεί να προσπαθεί για πολλή ώρα, κρατώντας τα πουλιά σε επιφυλακή. Φωτ. Κώστας Σταματόπουλος

  1. Τα «σεσημασμένα»

Κάποιοι σκύλοι και γάτες που ζουν κοντά σε προστατευόμενες περιοχές αναπτύσσουν ιδιαίτερες δεξιότητες στην καταδίωξη άγριων ζώων. Πρόκειται συνήθως για σκύλους που είτε έχουν ιδιαίτερες κυνηγετικές ή κολυμβητικές ικανότητες που τους βοηθούν να καταδιώκουν υδρόβια πουλιά, που μαθαίνουν να βρίσκουν φωλιές ή που αποκτούν «εμμονή» στο να καταδιώκουν συγκεκριμένα είδη. Το ίδιο ισχύει με ορισμένες γάτες που μαθαίνουν να κυνηγούν νυχτερίδες στην είσοδο των καταφυγίων τους ή μικρά θηλαστικά που ζουν σε στοές. Αυτά τα ζώα είναι συνήθως αποφασισμένα, δεν αποθαρρύνονται αν εκδιωχτούν, ούτε αποτρέπονται με φράκτες ή άλλα προστατευτικά μέτρα.

Η ιδιαιτερότητα αυτών των ζώων είναι ότι προκαλούν δυσανάλογα μεγάλα και επαναλαμβανόμενα προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζονται δύσκολα. Σε αντίθεση με τα συνηθισμένα προβλήματα που προκαλούν άλλα σκυλιά και γάτες, στις περιπτώσεις των «σεσημασμένων» ατόμων η μόνη εφικτή λύση είναι η απομάκρυνσή τους από την περιοχή.   

 

Ομάδα σκυλιών (θηλυκιά και τα παιδιά της) που έμαθαν να ψάχνουν και να βρίσκουν φωλιές παρυδάτιων. Αλυκές Τουρλίδας, Μεσολόγγι. Φωτ. Νίκος Νούλας

Γάτα περιμένει στην είσοδο για Μιλτοχελίδονα Cercopis daurica που επιχειρούν να πάνε στην φωλιά. Ακόμη κι αν δεν τα πιάσει, τα εμποδίζει να επισκεφτούν την φωλιά κανονικά, τα κάνει να ξοδεύουν περισσότερη ενέργεια και τα εμποδίζει να ταΐσουν σωστά τους νεοσσούς. Καμιά αγριόγατα δεν θα λειτουργούσε έτσι. Φωτ. Γ. Ζησιμόπουλος

  1. Βασικοί κανόνες

Η υπεύθυνη διαχείριση των ζώων συντροφιάς είναι προφανώς ζήτημα που αφορά και την βιοποικιλότητα και την διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στις φυσικές περιοχές δεν ταιριάζουν μέτρα που μπορεί να εφαρμόζονται στις αστικές περιοχές (π.χ. κουδουνάκια στις γάτες, αφού το ζήτημα είναι να μην περιφέρονται προκαλώντας πανικό στα άγρα ζώα), Οι βασικοί άξονες δράσης για την επίλυση του προβλήματος είναι:  

5Α. Αναγνώριση του προβλήματος. Πρώτα από όλα πρέπει να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα που προκύπτει όταν οι σκύλοι και οι γάτες έχουν πρόσβαση σε προστατευόμενες περιοχές. Σε ορισμένες περιοχές ή για συγκεκριμένα είδη, αυτό μπορεί να είναι η σοβαρότερη απειλή. Η θήρευση, όχληση ή ανταγωνισμός από τα σκυλιά και τις γάτες πρέπει να θεωρούνται ως δεδομένη επίπτωση της ανάπτυξης κατοικιών, τουριστικών μονάδων ή άλλων εγκαταστάσεων (π.χ. κτηνοτροφικές) που φέρνουν ανθρώπινη δραστηριότητα κοντά σε φυσικές περιοχές. Αντίστοιχα, η απαγόρευση διατήρησης κατοικίδιων ή του ταΐσματος σκυλιών και γατιών (μαζί με αυστηρούς όρους στην αποκομιδή απορριμμάτων) αποτελούν έναν από τους πιο κρίσιμους περιβαλλοντικούς όρους που πρέπει να επιβληθούν όταν εγκρίνονται έργα που φέρνουν ανθρώπινες δραστηριότητες κοντά στην φύση (εδώ και χρόνια αυτός είναι ο κυριότερος όρος στις νησίδες). Είναι απαράδεκτο να βλέπουμε Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ή Ειδικές Οικολογικές Αξιολογήσεις που αγνοούν το προφανές πρόβλημα που θα προκύψει με τα σκυλιά και τις γάτες που αναπόφευκτα θα βρεθούν μαζί με τους ανθρώπους όταν ανθρώπινες δραστηριότητες ανοίγονται σε φυσικές περιοχές (οικιστική ανάπτυξη, εργοτάξια, βόσκηση κ.λπ.).

5Β. Συνεργασία Φιλοζωικών με Προστασία της Βιοποικιλότητας. Τα προβλήματα στις φυσικές περιοχές ξεκινούν από την ανεύθυνη διαχείριση στις αστικές περιοχές. Η αναμόρφωση της νομοθεσίας και οι προσπάθειες των φιλοζωικών οργανώσεων πρέπει να στηριχθούν ώστε να μειωθεί ο αριθμός των ζώων που περιφέρονται ελεύθερα, να αποτραπεί η εγκατάλειψή τους και να αναλάβουν τις ευθύνες τους οι ιδιοκτήτες. Η συνεργασία φιλόζωων και όσων ασχολούνται με την προστασία της βιοποικιλότητας είναι απαραίτητη (και κάποιοι πόροι για την βιοποικιλότητα πρέπει να κατευθυνθούν σε αυτόν τον τομέα, π.χ. στην στείρωση ζώων κοντά σε προστατευόμενες περιοχές). Θα υπάρξουν διαφωνίες, όπως στο τάισμα σε φυσικές περιοχές ή στην απομάκρυνση κάποιων ζώων, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες μπροστά στο τεράστιο όφελος που θα προκύψει από την υπεύθυνη διαχείριση των ζώων συντροφιάς.

Σκύλος καταδιώκει Σταχτοτσικνιά Ardea cinerea. Παραλία Ναυπλίου. Φωτ. Βαγγέλης Μπουγιώτης

5Γ. Διαχειριστικά μέτρα. Αφήνοντας στην άκρη τα αυτονόητα που ήδη προβλέπονται αλλά πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά (π.χ. απαγόρευση εγκατάλειψης ζώων) όπως και την "ατομική ευθύνη" του καθενός υπάρχουν ορισμένα πολύ σημαντικά που αφορούν την διαχείριση προστατευόμενων περιοχών και προστασία της βιοποικιλότητας.

-          5Γ1. Προστασία από σκυλιά και γάτες, ειδικά για τα είδη που φωλιάζουν. Εδώ χρειάζονται τόσο κανονιστικά μέτρα που να απαγορεύουν την μεταφορά δεσποζόμενων ζώων σε ευαίσθητες περιοχές (ειδικά για τις γάτες πρέπει να καθιερωθεί ότι δεν πρέπει να αποκλείονται από κατοικίες κοντά στην φύση), όσο και μέτρα για αποκλεισμό τους από κρίσιμα ενδιαιτήματα ευαίσθητων ειδών. Τέτοια δοκιμασμένα μέτρα είναι η ειδική διαμόρφωση των βιοτόπων, περιφράξεις, τεχνητές νησίδες και άλλοι τρόποι που αποκλείουν ή κάνουν εύκολα ελέγξιμη την πρόσβαση σε σκύλους και γάτες. Όλα αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται στις διαχειριστικές δράσεις, ιδίως στους υγροτόπους και τις νησίδες. Άλλες δράσεις σχετίζονται με μέτρα που επηρεάζουν την συμπεριφορά των θηρευτών ώστε να μην προκαλούν πρόβλημα (πολλά σκυλιά δεν επιστρέφουν αν εκδιωχτούν μια φορά). Χρειάζεται επιμονή όσων ασχολούνται με διαχειριστικά σχέδια ώστε να μην υποτιμάται αυτό το πρόβλημα και να επιβάλουν τέτοια μέτρα.

-          5Γ2. STOP στην επιδότηση (κυρίως με τροφή). Η απαγόρευση του ταΐσματος όχι μόνο σκυλιών και γατιών αλλά και των άγριων σαρκοφάγων αποτελεί ένα από τα πιο βασικά διαχειριστικά μέτρα στις προστατευόμενες περιοχές. Αν και συχνά το παραβιάζουμε (έχουμε ταΐσει πολλές φορές σκύλους και γάτες που ζήτησαν τροφή ενώ βρισκόμασταν σε φυσικές περιοχές) αποτελεί ένα μέτρο που πρέπει να τηρείται διότι ανατρέπει βίαια την φυσική ισορροπία. Φυσικά, δεν είναι μόνο το απευθείας τάισμα αλλά πρέπει να αποτραπεί κάθε διάθεση υπολειμμάτων τροφής, όχι μόνο στα ζώα συντροφιάς αλλά και στα δεκάδες άγρια είδη που εκμεταλλεύονται ανθρώπινες πηγές τροφής και ζουν σε αφύσικα μεγάλους πληθυσμούς (γλάροι, κορακοειδή, τρωκτικά κ.λπ.). Άρα, η πρόληψη, ο περιορισμός της σπατάλης τροφίμων και η κομποστοποίηση δεν είναι μόνο ζητήματα δημόσιας υγείας και κυκλικής οικονομίας αλλά και βασική προϋπόθεση προστασίας της βιοποικιλότητας. Το ίδιο αυστηρά μέτρα αποτροπής διάθεσης υπολειμμάτων τροφής στην φύση πρέπει να τίθενται σε κατασκηνωτές, τουριστικά καταλύματα, κέντρα πληροφόρησης, οικισμούς ψαράδων, υλοτόμων και οπουδήποτε άνθρωποι βρίσκονται κοντά στην φύση.  

-          5Γ3. Eradication? Η εξόντωση ενός επικίνδυνου χωροκατακτητικού είδους που εισβάλει εκεί όπου πριν δεν υπήρχε (π.χ. Αμερικανικά  Μινκ στην Β. Ελλάδα) πρέπει να αποτελεί μια έσχατη λύση διότι εκτός από ανεπιθύμητο είναι και κάτι που δύσκολα φέρνει αποτέλεσμα. Ευτυχώς, στην Ελλάδα και την Ευρώπη δεν συζητάμε κάτι τέτοιο, επειδή οι γάτες και οι σκύλοι δεν αποτελούν πραγματικά «ξένα» είδη αλλά προϋπήρχαν (ως αγριόγατες, λύκοι ή τσακάλια). Ακόμη και εάν τα δούμε ως εισβολικά είδη (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι), αιτία του προβλήματος παραμένουν οι ανθρώπινες δραστηριότητες. Πρώτο μέλημα, λοιπόν, είναι να πάψουν να ισχύουν οι αιτίες οι οποίες δημιουργούν μεγάλους αριθμούς από σκύλους και γάτες στην φύση. Αυτό βρίσκεται σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στο Νότιο Ημισφαίριο και σε ωκεάνια νησιά, όπου δεν προϋπήρχαν άγριες γάτες ή σκύλοι (ή κάποιο αντίστοιχο είδος) και συνεπώς η εξάλειψή τους είναι επιστημονικά δικαιολογημένη. Μοναδική εξαίρεση στην Ελλάδα ίσως είναι οι σπάνιες περιπτώσεις όπου εξαγριωμένες γάτες ζουν σε μικρές νησίδες, όπου αποτελούν πράγματι «ξένο σώμα» αφού κανονικά εκεί δεν ζει κανένα χερσαίο σαρκοφάγο ζώο.

-          5Γ4. Απομάκρυνση «σεσημασμένων». Ενώ τα περισσότερα προβλήματα μπορούν να λυθούν με διάφορα διαχειριστικά μέτρα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποια συγκεκριμένα σκυλιά ή γάτες χωρίς ιδιοκτήτη προκαλούν δυσανάλογα μεγάλο κίνδυνο για τα άγρια ζώα και η μόνη πρακτική λύση είναι να συλληφθούν και να απομακρυνθούν. Αυτό είναι εφικτό επειδή αυτές οι περιπτώσεις είναι πραγματικά λίγες (στην Αλυκή Αιγίου, όπου δεκάδες περαστικοί σκύλοι δημιουργούν πρόβλημα, μιλάμε για μόνο δύο περιπτώσεις σε σχεδόν 20 χρόνια όπου τα ίδια σκυλιά επανειλημμένα δημιουργούσαν πρόβλημα και δεν στάθηκε εφικτό να σταματήσουν με άλλο τρόπο). Τα ζώα, που αποδεδειγμένα προκαλούν σοβαρό πρόβλημα στις προστατευόμενες περιοχές (δηλαδή ΖΕΠ, ΕΖΔ και Καταφύγια Άγριας Ζωής) πρέπει να περιλαμβάνονται στην κατηγορία εκείνων που υποχρεωτικά απομακρύνονται, όπως και τα επικίνδυνα για τον άνθρωπο ζώα. Αυτό μπορεί να γίνεται με τεκμηρίωση του αρμόδιου Δασαρχείου και Φορέα Διαχείρισης. Αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος, θα πρέπει να προβλέπονται ειδικά κέντρα (ένα ανά Περιφέρεια είναι αρκετό) όπου θα μεταφέρονται και θα κρατούνται ζώα που απομακρύνονται από προστατευόμενες περιοχές. Αυτά θα μπορούν να λειτουργούν με ευθύνη Ζωοφιλικών φορέων αλλά και των Φορέων Διαχείρισης, αφού θεωρούνται μέρος της διαχείρισης φυσικών περιοχών, και θα χρηματοδοτούνται με πόρους για το Περιβάλλον. 

Το μόνο που μπορεί να γίνει αποδεκτό σε ορισμένες προστατευόμενες περιοχές είναι να διατηρούνται τα σκυλιά πάντα δεμένα και σε συγκεκριμένες διαδρομές. Αλυκή Αιγίου. Φωτ. Κώστας Σταματόπουλος


ΠΑΡΑΤΗΜΑ Ι: Είναι οι σκύλοι και οι γάτες «εισβολικά είδη»;

Τα εισβολικά είδη (invasive species) είναι σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα για την βιοποικιλότητα του πλανήτη και η αντιμετώπισή τους αποτελεί ολοένα αυξανόμενη ανάγκη. Περισσότερες από τις μισές εξαφανίσεις ειδών για τις οποίες οι λόγοι είναι γνωστοί αποδίδονται σε εισβολικά ζώα ή φυτά που εξαιτίας του ανθρώπου επεκτάθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν γρήγορα. Το «εξαιτίας του ανθρώπου» σημαίνει κυρίως δύο πράγματα: είτε ο άνθρωπος μετέφερε νέα είδη εκεί που δεν υπήρχαν ή οι δραστηριότητές του (αλλαγές στα οικοσυστήματα, παροχή τροφής, εξαφάνιση άλλων ειδών) ευνόησαν κάποια συγκεκριμένα είδη και τα έκαναν να αυξηθούν (συχνά συμβαίνουν και τα δύο).

Κυριολεκτώντας, ένα είδος γίνεται εισβολικό όταν το εισάγουμε σε περιοχές έξω από τη φυσική του κατανομή. Δηλαδή όταν είναι Ξενικό Εισβολικό είδος (alien invasive). Αυτό ισχύει με τις γάτες και τους σκύλους που έχουν μεταφερθεί από τους Ευρωπαίους στο Νότιο ημισφαίριο και σε νησιά όπου πριν δεν υπήρχαν. Εκεί, τα ντόπια είδη δεν γνώριζαν πώς να αμυνθούν σε αυτούς τους δεινούς θηρευτές, οι οποίοι είναι πιο εξελιγμένοι και αποτελεσματικοί από τα ντόπια σαρκοφάγα (δηλαδή τα ντόπια ζώα ήξεραν να φυλάγονται, για παράδειγμα, από μαρσιποφόρα σαρκοφάγα θηλαστικά ή αρπακτικά πουλιά αλλά δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τα σκυλιά ή τις γάτες). Έτσι οι γάτες και οι σκύλοι προκάλεσαν πολλές εξαφανίσεις  ειδών, ειδικά στην Αυστραλία, τη Ν. Ζηλανδία και σε πολλά ακόμη νησιά. Εκεί, οι σκύλοι και οι γάτες είναι καθαυτό εισβολικά είδη.

Στην Ευρώπη, ωστόσο, με εξαίρεση τα νησιά και τις νησίδες, οι σκύλοι και οι γάτες δεν είναι «ξένα» είδη, παρά εξημερωμένοι συγγενείς ειδών που ήδη υπάρχουν στη φύση μας. Πάντα υπήρχαν ντόπιες αγριόγατες, λύκοι και τσακάλια, επομένως τα άγρια ζώα γνωρίζουν πώς να φυλάγονται από τέτοιου είδους θηρευτές. Το πραγματικό οικολογικό πρόβλημα από τους σκύλους και τις γάτες εδώ προκύπτει δευτερογενώς,  από το γεγονός ότι αυτά τα ζώα είναι πάρα πολλά και καλοταϊσμένα.

Εδώ, ισχύει ο δεύτερος τρόπος να γίνει ένα είδος  «εισβολικό»: Όταν, χωρίς να είναι «ξένο» σε μια περιοχή, «αποκτά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα όταν χαθούν τα φυσικά εμπόδια στην ανάπτυξή του». Με αυτό το κριτήριο, οι σκύλοι και οι γάτες στην Ελλάδα και την Ευρώπη πληρούν τα κριτήρια του εισβολικού είδους αφού με την συνεχή «επιδότηση» από τον άνθρωπο σε τροφή, νερό, καταφύγιο, φροντίδα, παύουν να υφίστανται «φυσικά εμπόδια» στην ανάπτυξή τους, πληθαίνουν και αποκτούν «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» εις βάρος της άγριας φύσης. Έτσι, όχι μόνο προκαλούν τεράστιο πρόβλημα στην άγρια φύση αλλά και, σε αντίθεση με τα άγρια αρπακτικά, των οποίων οι βιότοποι και οι πληθυσμοί συνεχώς συρρικνώνονται, οι πληθυσμοί των σκυλιών και των γατιών εξαπλώνονται και αυξάνονται μαζί με τον ανθρώπινο πληθυσμό και την αύξηση της κατανάλωσης (αστικοποίηση, σκουπιδότοποι, άφθονη πεταμένη τροφή κ.ο.κ).

Πάντως, το γεγονός ότι οι σκύλοι και οι γάτες δεν είναι «ξένα» είδη στην Ελλάδα και την Ευρώπη, έχει μια πρακτική σημασία: Ενώ στα «ξενικά εισβολικά» πρέπει, αν είναι ακόμη εφικτό, να σκεφτόμαστε την απομάκρυνσή τους (που συχνά σημαίνει εξολόθρευση), στα «ντόπια» είδη, πρώτο μέλημα είναι να τους στερήσουμε το «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» που τους προσφέρουν οι ανθρώπινες δραστηριότητες (συνήθως τροφή) και, κατόπιν, την πρόσβαση σε κάποιες περιοχές. Εξαίρεση (πάντα) αποτελούν ορισμένοι πληθυσμοί γάτας σε ακατοίκητες νησίδες, όπου είναι κανονικά ξενικά εισβολικά και ο υπεύθυνος για την διαχείριση της περιοχής πρέπει σοβαρά να εξετάσει την δυνατότητα ολοκληρωτικής απομάκρυνσής τους από το οικοσύστημα.

 

Γάτα πλησιάζει Κότσυφα Turdus merula. Φωτ. Ηλίας Φόλιας

ΠΑΡΑΤΗΜΑ ΙΙ: Αναφορές

Συνοπτικές αναφορές (και αποκαλυπτικές φωτογραφίες) μπορούν να βρεθούν στα:

Γάτες - φονικές μηχανές

Γάτες ως εισβολικό είδος

Σκύλοι ως εισβολικό είδος

BBC: οι σκύλοι εξελίσσονται σε μέγιστη απειλή για την άγρια ζωή

Επιπτώσεις από τις γάτες στις σαύρες στις Κυκλάδες

Pet cats σκοτώνουν πολύ περισσότερα από τις feral cats

National Geographic: για να σώσουμε τα πουλιά να σκοτώσουμε τις γάτες;

Ισορροπημένη προσέγγιση στο θέμα των επιπτώσεων των γατών

Οι αρκούδες που "επιδοτούνται" από τον άνθρωπο εκτοπίζουν τους λύγκες

Υπεύθυνη κατοχή γάτας τόσο για προστασία των πουλιών όσο και για τις ίδιες τις γάτες


[1] Προφανώς, η ποιότητα της τροφής από τα απορρίμματα είναι κακή, απουσιάζει η παροχή νερού, καταφυγίου και περίθαλψης και τα αδέσποτα συχνά βρίσκονται σε κακή κατάσταση. Ωστόσο, δεν παύει να είναι γεγονός ότι υπάρχουν μεγάλες ποσότητες διαθέσιμης τροφής που έμμεσα παρέχονται από τον άνθρωπο - πολύ μεγαλύτερες από ό,τι προσφέρουν τα φυσικά οικοσυστήματα. 

[2] Αυτό, βέβαια, κάνουν και πολλά άγρια είδη (κουνάβια, αλεπούδες, ακόμη και λύκοι, και φυσικά κορακοειδή, γλάροι και άλλα είδη πουλιών). Αυτή η «έξτρα» παροχή τροφής σε θηρευτές από τον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένων και των ανοιχτών σκουπιδότοπων, είναι ένα κρίσιμο διαχειριστικό πρόβλημα για την άγρια φύση σήμερα. Δεν είναι πάντα αρνητικό, αφού ορισμένα σημαντικά είδη αρπακτικών (π.χ. Ψαλιδιάριδες Milvus milvus ή Στεπαετοί Aquila nipalensis) εξαρτώνται πολύ από τα υπολείμματα σφαγείων και άλλες πηγές τροφής σε σκουπιδότοπους.

[3] Η βασική απειλή για την Ευρωπαϊκή Αγριόγατα είναι το «μπαστάρδεμα» με κατοικίδιες γάτες

[4] Η παροχή τροφής δεν χρειάζεται να είναι συνεχής. Αρκεί η περιστασιακή παροχή τροφής σε μια δύσκολη περίοδο (π.χ. το χειμώνα ή την εποχή ανατροφής των μικρών) για να αρθεί ο βασικός περιοριστικός παράγοντας που εμπόδιζε την αύξηση του πληθυσμού. Έτσι, η παροχή τροφής μπορεί να ευνοεί «εξαγριωμένους» σκύλους και γάτες που νομίζουμε ότι δεν ευνοούνται, π.χ. όταν ζουν πολύ μακριά και περιστασιακά επισκέπτονται οικισμούς ή σκουπιδότοπους.



[i]  Γνωστή είναι η περίπτωση της γάτας ενός φαροφύλακα που εξαφάνισε μόνη της ένα είδος πουλιού σε μια νησίδα στη Ν. Ζηλανδία