Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Πότε είναι πράσινες οι «πράσινες» επενδύσεις και τα «πράσινα» έργα;

Τυπικό παράδειγμα δήθεν "πράσινων" επενδύσεων/έργων είναι τα "εργοστάσια" διαχείρισης σύμμεικτων απορριμμάτων. "Πράσινα" είναι μόνο όταν λειτουργούν ως συμπλήρωμα μιας πραγματικής (όχι προσχηματικής) πρόληψης και ανακύκλωσης. Όταν αποτελούν την "κεντρική" μονάδα, αυτά τα εργοστάσια ανακτούν ελάχιστα αξιοποιήσιμα ανακυκλώσιμα υλικά και, με δεδομένο ότι οι επενδυτές επιβάλλουν στους ΟΤΑ μια συνεχή τροφοδοσία με ελάχιστες εγγυημένες ποσότητες απορριμμάτων για να τα λειτουργήσουν, στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν είναι "πράσινες", αλλά αντιμάχονται τις αληθινά πράσινες δράσεις για μείωση όγκου, διαχωρισμό, ανακύκλωση, κομποστοποίηση. 

 

Το εμβληματικό "πράσινο" έργο της Κάρλας τελικά υλοποιήθηκε με τρόπο που προκάλεσε την αντίδραση πολλών επιστημόνων και φορέων που αρχικά ήταν υπέρ του επαναπλημμυρισμού, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο - δηλαδή φτιάχνοντας ένα δυσλειτουργικό ταμιευτήρα, ο οποίος απέχει πολύ από τον αρχικό οικολογικό σχεδιασμό.

Όταν υλοποιούνται αποσπασματικά και δεν συνοδεύονται από συνεπή περιβαλλοντική πολιτική, τα «πράσινα» έργα και επενδύσεις (π.χ. για Διαχείριση Αποβλήτων, Διαχείριση Υδάτων, ΑΠΕ, Αναδασώσεις, Αντιπυρική Προστασία, Προστασία Ακτών, Αντιπλημμυρικά) συχνά καταλήγουν όχι μόνο άχρηστα αλλά και επιζήμια, χωρίς να φέρουν ούτε καν οικονομικό αποτέλεσμα.

Συνήθως αυτό συμβαίνει όταν από την ευρεία σύνθεση δράσεων που περιλαμβάνει ένας οικολογικός σχεδιασμός,  απομονώνουμε ό,τι είναι πιο ελκυστικό στους επενδυτές, αγνοώντας όλα τα υπόλοιπα.  

Η στρέβλωση της οικολογίας.

Η παγκόσμια δράση κατά της κλιματικής κρίσης και της κατάρρευσης της βιοποικιλότητας αποτελούν πλέον επίσημη πολιτική. Ενδεικτικά, λέγεται ότι το 40% των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σχετίζονται με δράσεις κατά της κλιματικής αλλαγής. Λογικά, ως οικολογικός «χώρος», θα νιώθαμε δικαιωμένοι και θα ετοιμαζόμασταν να (συν)εργαστούμε στην υλοποίηση αυτών που χρόνια επιδιώκαμε. Αντί, όμως, να συμβεί αυτό, τώρα προκύπτουν νέα προβλήματα. Νέες επεμβάσεις στο περιβάλλον, αυτή την φορά με υπεύθυνους όχι τους παραδοσιακούς «κακούς», μεταφορές, βιομηχανία, εντατική γεωργία κ.λπ., αλλά τους δήθεν «προστάτες»: Υπουργούς, Αντιπεριφερειάρχες, Αντιδήμαρχους Περιβάλλοντος και «πράσινους» επενδυτές.

Αυτή η κατάσταση προκύπτει κυρίως λόγω της άποψης ότι οι «πράσινες» επενδύσεις, εκτός από ανάγκη για να σώσουμε τον πλανήτη, μπορούν να αποτελέσουν και μοχλό οικονομικής ανάπτυξης, και άρα θα πρέπει να γίνουν ελκυστικές στους επενδυτές. Έτσι παρακάμπτεται η συνθετική προσέγγιση της οικολογίας και, αντί για πολλές και ποικίλες δράσεις και μεταρρυθμίσεις, απομονώνονται μόνο οι άμεσα προσοδοφόρες επενδύσεις και τα βολικά, άμεσα υλοποιήσιμα έργα.

Σαν αποτέλεσμα, ενώ «στην θεωρία» οι διεθνείς οργανισμοί (Ο.Η.Ε., Ε.Ε.) και, σταδιακά, και οι εθνικές πολιτικές όντως μιλούν για χαμηλές εκπομπές ρύπων, κυκλική οικονομία, εξοικονόμηση πόρων και διατήρηση οικοσυστημικών λειτουργιών, όταν φτάσουμε στην τελική επιλογή, αντί για γενναίες μεταρρυθμίσεις σε νομοθεσία, φορολογία, εκπαίδευση και δέσμευση των κρατών στην εφαρμογή τους, βλέπουμε μόνο αποσπασματικά «έργα και επενδύσεις».

Φυσικά, κάπως πρέπει να αρχίσουμε, και αυτή την στιγμή εφικτό είναι να εκτρέψουμε πόρους από κακές επενδύσεις (π.χ. σε ορυκτά καύσιμα) και να τους οδηγήσουμε στην σωστή κατεύθυνση. Όταν, όμως προτεραιότητα παραμένει η ανάπτυξη, η υλοποίηση αυτής της στροφής αφήνεται στους "επενδυτές". Αντί για πρώτα, έστω, αδέξια βήματα μιας πράσινης στροφής της οικονομίας, καταλήγουμε ξανά σε τυπικές επιθετικές επενδύσεις που αναπόφευκτα καταστρέφουν το περιβάλλον.

Θα αναφέρουμε τρεις λόγους για τους οποίους συχνά διαφωνούμε με «πράσινα» έργα και επενδύσεις τα οποία φαινομενικά θα στηρίζαμε ως οικολογικός χώρος:

  1. Όταν οι «πράσινες» επενδύσεις γίνονται με κύριο σκεπτικό την «ανάπτυξη», δεν είναι «πράσινες».
  2. Τα αποσπασματικά «πράσινα» έργα που απομονώνονται από τα ευρύτερα σχέδια βιωσιμότητας στα οποία ήταν αρχικά ενταγμένα συχνά προκαλούν ζημιά.
  3. Όταν δεν πλαισιώνονται από συνεπή περιβαλλοντική πολιτική, οι «πράσινες» επενδύσεις δεν αποδίδουν.

 

Οι «πράσινες» επενδύσεις που γίνονται πρώτα για «ανάπτυξη» δεν είναι πράσινες.

Η βιώσιμη, πράσινη οικονομία που απαιτείται για να σωθεί ο πλανήτης δεν έχει σχέση με την οικονομική διόγκωση που σήμερα αποκαλούμε «ανάπτυξη», κατά την οποία το όφελος προκύπτει από τον παραγόμενο πλούτο, φορτώνοντας το αληθινό κόστος στο περιβάλλον και στους «άλλους».

Η πράσινη – άρα κυκλική- οικονομία δεν προσβλέπει σε συνεχή διόγκωση. Θεμελιώνεται στο πεπερασμένο των φυσικών πόρων, την πρόληψη, την διαγενεακή δικαιοσύνη, τα συλλογικά αγαθά. Ενσωματώνει τις οικοσυστημικές υπηρεσίες και το οικολογικό αποτύπωμα στα πάντα: φορολογία, ασφαλιστικό, πρόνοια, υγεία, κοστολόγηση/τιμολόγηση έργων-προϊόντων- υπηρεσιών.

Στα πλαίσια της πράσινης οικονομίας, κάθε επένδυση, π.χ. στην ενεργειακή εξοικονόμηση, και κάθε κατεύθυνση πόρων, π.χ. σε πράσινες υποδομές, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου δράσης προς την βιωσιμότητα. Ο πλανήτης κερδίζει από την υλοποίηση της επένδυσης και, παράλληλα, «δουλεύει» η οικονομία.

Η μετάβαση σε μια παγκόσμια οικονομία χαμηλών εκπομπών ρύπων που δεν καταστρέφει οικοσυστήματα απαιτεί δέσμευση σημαντικών δημόσιων και ιδιωτικών πόρων σε «πράσινη» κατεύθυνση. Δυστυχώς, αυτή η μετάβαση υλοποιείται από ηγεσίες που αντιμετωπίζουν αυτούς τους πόρους ως εφαλτήριο επανεκκίνησης της τελματωμένης οικονομίας. Με μια κίνηση … πίσω στα ίδια!

Έτσι, ενώ το Green New Deal και το δικό μας Ευρωπαϊκό Green Deal όντως μιλούν για διαρθρωτικές αλλαγές, στο τέλος εκφυλίζονται σε ένα ιδιότυπο «Πράσινο Σχέδιο Μάρσαλ» που με εισροή ρευστού θα σώσει την οικονομία . Ακόμη και στην έγκριση του Κανονισμού για τον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο με στόχο την μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55%, το κείμενο συμπερασμάτων μιλά για την «κυκλική και πράσινη ανάκαμψη» (κάτι που φέρνει σε δεύτερη μοίρα τις σημαντικές αναφορές για «βιώσιμα προϊόντα και ενσωμάτωση της κυκλικής διάστασης σε όλες τις πολιτικές»).

Υπό αυτή την ιεράρχηση, ο σχεδιασμός εστιάζει στην προσέλκυση επενδυτών και, αναπόφευκτα, οι «πράσινες» επενδύσεις και έργα υλοποιούνται με προδιαγραφές άγριας (όχι «πράσινης») ανάπτυξης. Ιστορικό παράδειγμα αυτής της στρέβλωσης είναι η επιλογή να αναδειχτούν οι ΑΠΕ ως «μοχλός ανάπτυξης»:

Όταν αποτελούν μέρος του σχεδίου κατά της κλιματικής κρίσης (με νομοθεσία και υποδομές για μεταστροφή σε παραγωγή - κατανάλωση, μεταφορές, αστικό σχεδιασμό, περιορισμό σπατάλης και απωλειών) τα έργα ΑΠΕ οφείλουν συμμόρφωση με τα χαρακτηριστικά της βιώσιμης, πράσινης, κυκλικής οικονομίας: Φειδώ στην δέσμευση φυσικών πόρων, πρώτων υλών και γης, αξιοποίηση ήδη χρησιμοποιημένων ή, έστω, τροποποιημένων εκτάσεων και υφιστάμενων υποδομών, ελαχιστοποίηση νέων συνοδών έργων (δίκτυα μεταφοράς, δρόμοι, λιμάνια κ.λπ.), πρόβλεψη κύκλου ζωής του έργου, ανακύκλωση υλικών και αποκατάσταση χώρου και, φυσικά, συνέργεια με άλλες πολιτικές όπως για την βιοποικιλότητα, τα νερά, τον τουρισμό κ.λπ., για να μην μιλήσουμε για διαφάνεια, συνεργασία τοπικών κοινωνιών, αποκέντρωση κ.ο.κ. (Αποδεδειγμένα πετυχαίνουμε τους ενεργειακούς στόχους τηρώντας αυτές τις προϋποθέσεις). 

Όταν, όμως, πρώτο μέλημα είναι να προσελκύσουμε επενδύσεις, τα έργα ΑΠΕ όχι μόνο δεν πληρούν τέτοιες προδιαγραφές αλλά, αντίθετα, υλοποιούνται ως επιθετικές επενδύσεις, δηλαδή με επέκταση σε νέα, δωρεάν, παρθένα γη (άρα φυσικές περιοχές), με παράκαμψη επιπτώσεων σε φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, χωρίς δέσμευση για επανορθώσεις, χωρίς πρόβλεψη για συνέργεια με άλλες πολιτικές (για να μην πούμε για εξαγορά επιστημόνων και δημόσιων λειτουργών και πίεση επί δικαστών). Έτσι, ενώ σε μία συνθετική οικολογική πρόταση η ενέργεια και η βιοποικιλότητα συνδυάζονται αρμονικά, στην πράξη οι επενδύσεις για ΑΠΕ εξελίσσονται σε μια σοβαρότατη απειλή για την βιοποικιλότητα και ειδικά για τις προστατευόμενες περιοχές. Αυτό δεν είναι το αναπόφευκτο τίμημα της «καθαρής» ηλεκτροπαραγωγής. Είναι «αναπτυξιακή» επιλογή. (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ή FAQ ΙΙ: Ενέργεια vs Βιοποικιλότητα?)

 

Η "πράσινη ανάπτυξη" στην Ελλάδα προωθείται όχι μέσω υπεύθυνης περιβαλλοντικής πολιτικής αλλά -ακριβώς αντίθετα- απαλλάσσοντας τις "πράσινες" επενδύσεις από περιβαλλοντικό έλεγχο. Οι Υπουργοί Περιβάλλοντος ξαφνικά έγιναν (και συμπεριφέρονται) ως "Υπουργοί Ανάπτυξης" με πρωτοφανή ισχύ, αφού που έχουν στα χέρια τους τόσο τις ίδιες τις επενδύσεις, όσο και την περιβαλλοντική τους αδειοδότηση.   

Τα αποσπασματικά «πράσινα» έργα που κάνουν ζημιά.

Εκτός από τις ΑΠΕ, υπάρχουν αρκετά ακόμη παραδείγματα «πράσινων» δράσεων που αποκόβονται από τον οικολογικό σχεδιασμό και υλοποιούνται με λάθος τρόπο:

  1. Δάση - Αναδασώσεις. Η Παγκόσμια και Ευρωπαϊκή στρατηγική για «διασφάλιση υγιών και ανθεκτικών δασών που συμβάλλουν στη βιοποικιλότητα, στους κλιματικούς στόχους, στην ασφαλή διαβίωση και υποστηρίζουν μια κυκλική βιοοικονομία» προβλέπει πλειάδα δράσεων διαχείρισης δασικών οικοσυστημάτων, βιώσιμων αγρο-δασικών δραστηριοτήτων, αναζωογόνηση της υπαίθρου και επιλεκτικές αναδασώσεις. Ξαφνικά, όμως, βλέπουμε να απομονώνεται μόνο ένα «τεράστιο» πρόγραμμα αναδασώσεων, ύψους 700 εκατομμυρίων. Αυτό όχι μόνο δεν είναι η πρώτη προτεραιότητα για τα ελληνικά δάση, αλλά οι μαζικές ισοπεδωτικές αναδασώσεις συχνά καταστρέφουν την φυσική αναγέννηση και ωραιότατα μεσογειακά οικοσυστήματα.
  2. Απορρίμματα – εργοστάσια. Η λύση στο περιβαλλοντικό και οικονομικό αδιέξοδο της διαχείρισης απορριμμάτων απαιτεί ένα συνολικό σχέδιο για μείωση του όγκου με ευρύ φάσμα αλλαγών για λιγότερες συσκευασίες, επαναχρησιμοποίηση, διαχωρισμό στην πηγή, κομποστοποίηση, ανακύκλωση και, για ό,τι μείνει στο τέλος, μονάδες επεξεργασίας και χώρους ταφής. Μαζί, φυσικά, με δίκαιη φορολόγηση («ο ρυπαίνων πληρώνει») κ.λπ. Από όλα αυτά, Υπουργείο, Περιφέρειες και Δήμοι εστιάζουν ΜΟΝΟ στο τέλος: ταφή και εργοστάσια για σύμμεικτα απορρίμματα που αντιμάχονται την μείωση του όγκου των απορριμμάτων, τον διαχωρισμό, την ανακύκλωση - απλώς απομακρύνουν προσωρινά τα σκουπίδια από τους δρόμους (χωρίς να αποτρέπουν την κατάληξή τους στην φύση), αυξάνοντας το κόστος.
  3. Προστασία ακτών. Η διάβρωση των ακτών οφείλεται στις επεμβάσεις στην παράκτια ζώνη, τα φράγματα και τις αμμοληψίες στα ποτάμια και αντιμετωπίζεται μόνο με άρση αυτών των επεμβάσεων, αποκατάσταση των φυσικών λειτουργιών, επανακαθορισμό χρήσεων στην παράκτια ζώνη και έργα στις ακτές. Ωστόσο, Περιφέρειες και Δήμοι αγνοούν εντελώς την πρόληψη και την αντιμετώπιση των αιτιών και επιλέγουν μόνο σκληρά, αποσπασματικά μέτρα προστασίας ακτών, πετυχαίνοντας μόνο βραχυπρόθεσμες λύσεις που μεταθέτουν και μεγεθύνουν το πρόβλημα τοπικά (σε άλλα σημεία της ακτής) και χρονικά (στο μέλλον). 
  4. Πλημμύρες. Τα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμύρας προβλέπουν διάφορα μέτρα (και έργα) πρόληψης και προστασίας όπως ανάσχεση, ταμιευτήρες, ορεινά έργα, μετεγκαταστάσεις κ.λπ. Περιφέρειες και Δήμοι αγνοούν όλα τα υπόλοιπα και επιλέγουν παραδοσιακούς ολέθριους καθαρισμούς και συρματοκιβώτια - λιθοριπές. Αυτά καταστρέφουν πολύτιμα  ποτάμια και παρόχθια οικοσυστήματα και μεγεθύνουν τον κίνδυνο φονικής πλημμύρας, ιδίως κατάντη  της περιοχής των «έργων».
  5. Πυρκαγιές. Σε όλες τις «μεσογειακού τύπου περιοχές», οι ειδικοί επιμένουν ότι όταν εγκαταλείπονται οι παραδοσιακές χρήσεις γης και η αστική χρήση εισβάλει σε δασικές περιοχές, τότε η ύπαιθρος μετατρέπεται σε ένα εύφλεκτο υπόστρωμα πάνω στο οποίο η καταστροφική φονική πυρκαγιά είναι αναπόφευκτη. Απαιτείται συνολική διαχείριση με βάση τις οικοσυστημικές υπηρεσίες και την αναζωογόνηση της υπαίθρου, περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης κ.λπ. Αυτά αποτελούν άγνωστη γλώσσα για την πολιτική προστασία, η οποία εξακολουθεί να εστιάζει σε συστήματα πυρόσβεσης και αντιπυρικές ζώνες, τα οποία αποδεδειγμένα δεν αποτρέπουν το ολοκαύτωμα ακόμη και όπου είναι διαθέσιμα εν αφθονία (π.χ. Αυστραλία, Καλιφόρνια).  

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα δήθεν «πράσινα» έργα όχι μόνο παραβιάζουν την οικοσυστημική προσέγγιση κάνοντας ζημιά αλλά και εξαπατούν, βαυκαλίζοντας το ευρύ κοινό με την εντύπωση ότι «κάτι γίνεται» ενώ οι κίνδυνοι παραμένουν. Ταυτόχρονα, στερούν πόρους από εκεί που χρειάζονται ή αφήνουν ανεκμετάλλευτες χρηματοδοτικές ευκαιρίες. Για παράδειγμα, το ευρύ κοινό νομίζει ότι τα πυροσβεστικά, οι δρόμοι και τα αεροπλάνα θα εμποδίσουν το επόμενο ολοκαύτωμα, ενώ αυτό δεν ισχύει. Το ίδιο συμβαίνει όταν οι αρχές κομπάζουν για έργα αντιπλημμυρικά και προστασίας ακτών που στην πραγματικότητα αυξάνουν τον κίνδυνο. Οι αναδασώσεις στερούν πόρους από την διαχείριση σημαντικών οικοσυστημάτων (λιβάδια, υγρότοποι, φρύγανα, αλπικές ζώνες κ.λπ.) και φαίνεται να μονοπωλούν το Ελληνικό ενδιαφέρον στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την βιοποικιλότητα. Στα απορρίμματα, όχι μόνο δεν αποφεύγουμε οδυνηρές λύσεις στο μέλλον, αλλά πόροι του ΕΣΠΑ για ανακύκλωση, διαχωρισμό, πράσινα σημεία έμειναν αναξιοποίητοι αφού Δήμοι και Περιφέρειες είχαν στο νου τους μόνο εργοστάσια και ταφή. Όσο για τις ΑΠΕ, εμφανίζονται ως λύση, ενώ η κατανάλωση ενέργειας και η επέκταση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων αυξάνεται.

Ο (συμπαθής και καλοπροαίρετος) Γιάννης πολλαπλασιάζει την κατανάλωση φωταγωγώντας ένα σκοτεινό δάσος με "πράσινη ενέργεια" (από διαφήμιση εταιρίας).

Αυτή η κατάσταση σε πολλούς δείχνει φυσιολογική. Η άγνοια, η νοοτροπία της κυριαρχίας επί της φύσης, η διαβρωμένη νομοθεσία[i], η πίεση του εργολαβικού-μελετητικού λόμπι, η ανάγκη «ώριμων» δράσεων[ii] για «ένταξη» σε χρηματοδοτικά μέσα και η ιδεοληψία ότι κάθε κρίση -άρα και η οικολογική- δημιουργεί ευκαιρία κέρδους φυσικά ευνοούν τα βολικά, άμεσα υλοποιήσιμα -άρα καταστροφικά για την φύση- έργα[iii]

Η αλήθεια είναι ότι, σε σχέση με τις προηγούμενες «brutal» προγραμματικές περιόδους, όπου «εξωραϊσμοί», δρόμοι και τσιμέντα βαφτίζονταν «περιβαλλοντικά έργα», σταδιακά επικρατεί πιο «πράσινο look» χωρίς, ωστόσο, να περιορίζεται η καταστροφή της άγριας φύσης - αντίθετα, συχνά επιδεινώνεται. Παράδειγμα είναι οι ολέθριες επιπτώσεις από την διάνοιξη χιλιάδων χιλιομέτρων νέων δρόμων στις εναπομείνασες φυσικές περιοχές για εγκαταστάσεις αιολικών πάρκων (κάτι αδιανόητο πριν 20 χρόνια). Ολέθριες είναι και οι επιπτώσεις από τα "αντιπλημμυρικά" έργα, τα οποία αυξάνονται με αλματώδη ρυθμό ως δήθεν "περιβαλλοντικά" ενώ στην πραγματικότητα καταστρέφουν ποτάμια και δίνουν την ευκαιρία για μαζική απόληψη αδρανών υλικών.

 

Χιλιάδες χιλιόμετρα νέων δρόμων ανοίγονται και προσφέρουν πρόσβαση σε μέχρι τώρα ανέγγιχτες περιοχές, προκειμένου να εγκατασταθούν αιολικά πάρκα. Μια απειλή αδιανόητη πριν είκοσι χρόνια. Κανείς δεν φανταζόταν ότι κάτι τέτοιο μπορούσε να λάβει άδεια. Όρος Λύρκειο, Πελοπόννησος.

Το επενδυτικό κλίμα για «πράσινες» επενδύσεις είναι η συνεπής περιβαλλοντική πολιτική – όχι οι αναπτυξιακοί νόμοι.

Επένδυση λέμε αυτό που προσδοκά να αποφέρει κέρδος, να δημιουργήσει κεφάλαιο (το οποίο, στην συνέχεια, μπορεί να επενδυθεί πάλι κ.ο.κ.). Κάθε επένδυση χρειάζεται κατάλληλο «επενδυτικό κλίμα».

Το  επενδυτικό κλίμα για τις πράσινες επενδύσεις είναι, αν όχι η πράσινη οικονομία, τουλάχιστον η συνεπής περιβαλλοντική πολιτική. Όσα μέτρα κι αν ληφθούν για επίσπευση επενδύσεων (με απλοποίηση αδειοδότησης, επιτάχυνση διαδικασιών, απαλλαγή από υποχρεώσεις κ.λπ.), καμία «πράσινη» επενδυτική ευκαιρία δεν προκύπτει χωρίς διοίκηση και κοινωνία αποφασισμένες να λύσουν κάποιο περιβαλλοντικό πρόβλημα.

Ας δούμε για παράδειγμα την σημαντική κατηγορία επενδύσεων στην κυκλική οικονομία για ανάκτηση υλικών και ενέργειας από «απόβλητα» (βιοαέριο, ανακύκλωση, κομποστοποίηση κ.λπ.). Αναρίθμητες επιχειρηματικές δραστηριότητες υπάρχουν σε αυτόν τον τομέα υπό μία προϋπόθεση: Την συνεργασία όσων παράγουν απόβλητα -από μια μεγάλη βιομηχανική μονάδα μέχρι τον κάθε Δημότη που παράγει σκουπίδια- προκειμένου να εξασφαλισθεί «πρώτη ύλη» και τα «απόβλητα» να είναι αξιοποιήσιμα (π.χ. πρέπει να προηγείται διαλογή στην πηγή, προδιαγραφές συσκευασίας και τυποποίησης, τήρηση προγράμματος συλλογής κ.ο.κ.). Αυτή η συνεπής συνεργασία των «παραγωγών αποβλήτων» με τους επενδυτές δεν ξεπηδά (μόνο) αυθόρμητα λόγω «οικολογικής ευαισθησίας», αλλά προκύπτει ως ανάγκη λόγω της αυστηρής νομοθεσίας, για παράδειγμα να μην πέφτουν λύματα στα υδάτινα οικοσυστήματα, να μην ρυπαίνεται ο αέρας, να μη υπάρχουν διάσπαρτα σκουπίδια και μπάζα, να μην καίγονται κλαδιά, να μην χάνονται ανακυκλώσιμα και οργανικά υλικά κ.ο.κ. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αυστηρής προστασίας, οι «παραγωγοί» αποβλήτων, οι οποίοι υποχρεώνονται να ακολουθούν αυστηρούς κανόνες, έχουν αληθινή ανάγκη τους πράσινους επενδυτές για να απαλλαγούν από αυτό το βάρος. Τότε μόνο υπάρχει επενδυτική ευκαιρία μαζί με προστασία περιβάλλοντος (winwin):

-    Ο ιδιοκτήτης μιας κτηνοτροφικής μονάδας θα υποδεχτεί «με ανοιχτές αγκάλες» τον επενδυτή που θα ζητήσει τα οργανικά απόβλητα για βιοαέριο μόνο εάν προηγουμένως επιβαρυνόταν με το κόστος της επεξεργασίας αυτών των λυμάτων (π.χ. βιολογικό καθαρισμό) και την απειλή προστίμων. Από αυτό το «πρόβλημα» τον απαλλάσσει ο πράσινος επενδυτής. Αλλιώς, για ποιον λόγο να «ξεβολευτεί» ο κτηνοτρόφος, π.χ., να φτιάξει δεξαμενές για τα λύματα μέχρι να χρησιμοποιηθούν, όταν μπορεί να τα πετά στο ποτάμι χωρίς να υποστεί κυρώσεις;

-     Ο Δημότης-παραγωγός οικιακών απορριμμάτων θα δεχτεί να διαχωρίζει επιμελώς τα οικιακά του απορρίμματα και να συμμορφωθεί με ένα σχολαστικό πρόγραμμα συλλογής από επιχειρήσεις ανακύκλωσης, κομποστοποίησης και επιδιόρθωσης μόνο αν πιέζεται από αυστηρούς κανονισμούς καθαριότητας. Από αυτή την «πίεση» τον απαλλάσσει η πράσινη επένδυση. Αλλιώς για ποιον λόγο να μπει στον κόπο να διαχωρίζει και να έχει την έγνοια πού και πότε να αφήσει το κάθε τι ή πότε θα περάσουν να το πάρουν, όταν μπορεί να τα πετάξει όλα σε έναν κάδο ή σε μια ρεματιά χωρίς επιπτώσεις;

Οι επενδύσεις κυκλικής οικονομίας, λοιπόν, δεν χρειάζονται ούριο αναπτυξιακό άνεμο αλλά πολιτική βούληση για τήρηση της νομοθεσίας για τα στερεά, υγρά και αέρια απόβλητα. Αν ένας Υπουργός Περιβάλλοντος θέλει να διαφημίσει «πράσινο επενδυτικό κλίμα», αρκεί να διαβεβαιώσει ότι προστατεύεται αυστηρά το περιβάλλον. Μόνο τότε θα αναπτυχθεί και στην Ελλάδα η αξιοποίηση αποβλήτων ελαιοτριβείων και τυροκομείων, η λειτουργία «Πράσινων Σημείων» κ.λπ.

Ανάλογα εμπόδια αντιμετωπίζουν οι επενδύσεις σε πράσινα προϊόντα (τοπικά, βιολογικά, δίκαιου εμπορίου, χαμηλής μεταποίησης) και υπηρεσίες (π.χ. εναλλακτικός τουρισμός, πιστοποιημένη εστίαση), όταν στηρίζονται μόνο στην ευαισθητοποίηση και τις επιδοτήσεις, χωρίς να πλαισιώνονται από οριζόντιες πολιτικές δίκαιης φορολόγησης και αντικειμενικής κοστολόγησης και τιμολόγησης. Τα αντίστοιχα ρυπογόνα προϊόντα και υπηρεσίες θα είναι πάντα πιο ανταγωνιστικά, όσο δεν κοστολογούνται με βάση το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.

Για παράδειγμα, οι «βιολογικές» φράουλες ή το φοινικέλαιο «δίκαιου εμπορίου» θα παραμένουν περιθωριακά όσο τα αντίστοιχα συμβατικά δεν κοστολογούνται με βάση τις σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Το ίδιο ισχύει για υπηρεσίες, όπως ο τουρισμός με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ο οποίος δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τον μαζικό τουρισμό που δεν πληρώνει για τα περιβαλλοντικά δεινά που επιφέρει. Το ίδιο ισχύει για την «πράσινη» ενέργεια από ΑΠΕ, η οποία παραμένει μια ακριβή, βαριά επιδοτούμενη ενέργεια όσο δεν τολμούμε να τιμολογήσουμε αντικειμενικά την «βρώμικη» ενέργεια.

Φυσικά, πολλοί δικαίως τρομοκρατούνται στο άκουσμα φόρων, δασμών και τιμολόγησης με βάση το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, δηλαδή να πάψει η παγκόσμια οικονομία να κρύβει το πραγματικό της κόστος κάτω από το χαλί. Δεν γίνεται όμως να προκόψουν «πράσινες επενδύσεις» σε συνθήκες χαμηλής περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης (όπου είναι ανεκτά πεταμένα σκουπίδια, μπάζα, ξέχειλοι κάδοι, ρυπασμένα ποτάμια, εξαφανίσεις ειδών) και πελατειακής πολιτικής, η οποία εξ ορισμού δεν ασκεί πίεση προς εκείνους που καταστρέφουν το περιβάλλον. Οι πράσινες επενδύσεις που (δήθεν) προωθούνται από ασυνεπείς ή αδιάφορες περιβαλλοντικά αρχές δεν παράγουν οικονομικό αποτέλεσμα. Αξιοποιούν, βέβαια, πόρους (π.χ. επιδοτήσεις) ή ευνοϊκές ρυθμίσεις (π.χ. χρήση γης αποκλεισμένης για άλλους – βλ. ΑΠΕ) αλλά, είπαμε, αυτό είναι μια πρόσκαιρη κινητικότητα που δεν δημιουργεί αληθινό κέρδος ούτε νέα οικονομία.

 

Τα πανίσχυρα καταναλωτικά πρότυπα υπερισχύουν της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης

Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ.

Εισερχόμαστε σε μια περίοδο όπου οι πάγιες χρηματοδοτήσεις (π.χ. Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) θα ενισχυθούν από το νέο ΕΣΠΑ 2021 – 2027 και το Ταμείο Ανάκαμψης. Σημαντικό μέρος των πόρων λέγεται ότι θα δαπανηθούν σε «πράσινες» δράσεις, είτε «άυλες», όπως το σύστημα διαχείρισης και φύλαξης προστατευόμενων περιοχών, ή σε επενδύσεις και έργα (π.χ. διαχείρισης υδάτων και οικοσυστημάτων). Ωστόσο, όσο εύστοχα και εμπνευσμένα κι αν είναι το «όραμα» και οι «Στρατηγικοί Στόχοι» των χρηματοδοτικών πλαισίων, στην πράξη αυτά θα κληθούν να τα σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν Πολιτικές Αρχές και Διοίκηση (σε Εθνικό, Περιφερειακό και Τοπικό επίπεδο) που, όπως είδαμε παραπάνω:

-      Κυρίως νοιάζονται για «ανάπτυξη» - ιδίως μετά την επέλαση της πανδημίας

-       Επιλέγουν μόνο επί μέρους δράσεις, αγνοώντας το συνολικό σκεπτικό

-       Είναι ασυνεπείς στην άσκηση περιβαλλοντικής πολιτικής.

Προφανώς, δεν πρέπει να αφεθούν μόνοι στην επιλογή και, κυρίως, την υλοποίηση των δράσεων – όσο «εμβληματικές» και αν θεωρούνται. Θα πρέπει να τηρούν προϋποθέσεις.

Η ελάχιστη προϋπόθεση για μια «πράσινη» επένδυση ή έργο είναι να προβλέπεται σε κάποιο ευρύτερο μακρόπνοο σχεδιασμό. Τα (Εθνικά και Περιφερειακά) Σχέδια Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή και τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής, παρά τις αδυναμίες τους, αποτελούν παραδείγματα σχεδίων στα οποία θα ανατρέξουμε να δούμε αν ένα προτεινόμενο έργο περιλαμβάνεται, θυμίζοντας στους λήπτες αποφάσεων ότι πρέπει να υπηρετούν Σχεδιασμό και όχι «ομάδες πίεσης». Παρόμοιες πράσινες προτάσεις βρίσκονται σε Διαχειριστικά Σχέδια Προστατευόμενων Περιοχών ή προκύπτουν από την υλοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων (π.χ. LIFE, INTEREG) ή/και έχουν προταθεί από επιστημονικούς φορείς και περιβαλλοντικές οργανώσεις και περιλαμβάνονται στο Πλαίσιο δράσεων Προτεραιότητας για τις περιοχές Natura-2000.

Η δεύτερη προφανής προϋπόθεση ενός «πράσινου» έργου ή επένδυσης είναι να μην επιτυγχάνει έναν στόχο εις βάρος άλλων περιβαλλοντικών στόχων. Οι επενδύσεις ΑΠΕ που καταστρέφουν πολύτιμα οικοσυστήματα είναι το προφανές παράδειγμα «πράσινης» επένδυσης που υλοποιείται αντιβαίνοντας σε άλλη περιβαλλοντική πολιτική. 

Ένα βασικό χαρακτηριστικό των «Πράσινων Έργων και Επενδύσεων» που αναμένουμε σε έναν αληθινά πράσινο σχεδιασμό είναι ότι αποτελούν «πολυτομεακά» έργα (με πολλαπλούς στόχους) και με  μεγάλο εύρος και ποικιλία. Από μεγάλα έργα (π.χ. αποκατάσταση υγροτοπικών περιοχών) μέχρι πολύ μικρής κλίμακας τοπικές παρεμβάσεις, και από «παραδοσιακά» κατασκευαστικά έργα μέχρι νέες τεχνολογίες κι άυλες δράσεις. Παρά την αναπόφευκτη πίεση από μελετητές, εργολάβους, επενδυτές για «συγκέντρωση» και «τυποποίηση» των δράσεων, η πράσινη επενδυτική πολιτική πρέπει να επιμείνει για μεγάλη ποικιλία διεσπαρμένων, αποκεντρωμένων δράσεων.

 

Σύνδεση κλιματικής αλλαγής με πολιτική προστασία.

Ο υποβιβασμός της κλιματικής αλλαγής, από ζήτημα κεντρικού σχεδιασμού σε αρμοδιότητα Πολιτικής Προστασίας περιορίζει τις επιλογές. Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δεν σημαίνει (μόνο) άμυνα κατά ακραίων θερμοκρασιών, απότομων βροχοπτώσεων ή μεσογειακών κυκλώνων. Υπάρχουν πολλά να γίνουν για να μετριάσουμε την εκδήλωσή τους: Να σχεδιάσουμε ανθεκτικές αστικές και αγροτικές περιοχές (π.χ. με πολύ πράσινο και αδόμητες εκτάσεις, χώρους εκτόνωσης των νερών, αποσφράγιση γης, νέα υλικά επίστρωσης), να εφαρμόσουμε ολοκληρωμένη διαχείριση παράκτιων περιοχών και λεκανών απορροής (η ανάσχεση της διάβρωσης είναι προϋπόθεση για την αντιμετώπιση ακραίων φαινομένων και της ανύψωσης της στάθμης της θάλασσας), να αναπροσαρμόσουμε τον πρωτογενή τομέα (για οικονομία στην κατανάλωση ενέργειας και πόρων), να αναβαθμίσουμε και αποκαταστήσουμε τις οικοσυστημικές λειτουργίες (δασών, υγροτόπων, λιβαδιών, αλπικών ζωνών κ.λπ.) που απορροφούν τους κραδασμούς των ακραίων καιρικών φαινομένων (π.χ. μετριασμό μικροκλίματος, αποτροπή πλημμυρών, παροχή καταφυγίων σε οργανισμούς που πλήττονται από τις κλιματικές αλλαγές).

Τα ένστολα επιτελεία της Πολιτικής Προστασίας εστιάζουν στην εκδήλωση των φαινομένων και είναι ακατάλληλα να σχεδιάσουν με το ευρύτερο σκεπτικό που απαιτείται. Φοβόμαστε, λοιπόν, ότι με την σύνδεση Κλιματικής Αλλαγής - Πολιτικής Προστασίας, πολύτιμοι πόροι θα δαπανηθούν σε μέσα πυρόσβεσης, διάσωσης και έκτακτων αναγκών και σε σκληρά έργα δήθεν «προστασίας» από πυρκαγιές, πλημμύρες και διάβρωση.

Αν δεν παρέμβουν σοβαροί τεχνοκράτες, ίσως και εργολάβοι, που μπορούν να αντιληφθούν τα χαρακτηριστικά των αληθινά πράσινων δράσεων και να συμβάλουν στην έγκαιρη ωρίμανσή τους (βλ. Τα Πράσινα Μεγάλα Έργα), θα χαθεί η ευκαιρία για την χρηματοδότηση του πλήθους των δράσεων που απαιτούνται για να θωρακιστούμε απέναντι στην κλιματική κρίση.

 

Ώρα ευθύνης.

Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή θα κάνουμε «την ανάγκη φιλοτιμία» και θα υιοθετήσουμε ένα «αυστηρό πλαίσιο» αειφόρων, πράσινων προδιαγραφών (π.χ. σχολαστική πρόληψη και διαχωρισμό στην πηγή όλων των απορριμμάτων, αυστηρή εξοικονόμηση ενέργειας, «διά ροπάλου» εφαρμογή αντιρρυπαντικής νομοθεσίας κ.λπ.). Το θέμα είναι πώς θα φτάσουμε εκεί.

Αν βασιστούμε σε μια υπερπαραγωγή ασύνδετων «πράσινων» δράσεων, χωρίς οικοσυστημική προσέγγιση και χωρίς συνεπή περιβαλλοντική πολιτική, θα φτάσουμε στην αειφορία έχοντας πρώτα καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος της άγριας φύσης. Τι νόημα έχει να πετύχουμε «μηδενικές εκπομπές» έχοντας πρώτα διαλύσει το δίκτυο των προστατευόμενων περιοχών;

Ο Οικολογικός χώρος (επιστήμονες, οργανώσεις, πολιτική), ιδίως όταν εισέρχεται στις ελίτ του σχεδιασμού και των think tanks, πρέπει να υπερασπισθεί την ολιστική, οικοσυστημική προσέγγιση της οικολογίας απέναντι στην "πράσινη" δημαγωγία και εκμετάλλευση. Ιδιαίτερη ευθύνη έχουν:

Οι επαγγελματίες (π.χ. μελετητές) που επωμίζονται «πράσινα» έργα, σχεδιασμό και αξιολόγηση. Ρόλος τους δεν είναι να βοηθούν επενδυτές να προχωρήσουν (είναι άλλων δουλειά αυτό), αλλά να εξασφαλίσουν ότι δεν επιτυγχάνεται ένας στόχος εις βάρος άλλων και ότι τηρούνται θεμελιώδεις αρχές όπως  πρόληψη, δέουσα εκτίμηση, μηδενική λύση.   

Οι Περιβαλλοντικές Οργανώσεις. Δεν πρέπει να αρκεστούν στις εύκολες συνταγές του πράσινου marketing και των success stories για κάθε «πράσινη επιτυχία», αλλά οφείλουν να υπερασπισθούν εκείνο που με τόσο κόπο έχουν κερδίσει: Την αντικειμενική ανεξάρτητη πληροφόρηση. Την αξιοπιστία (credibility!). Αν δεν το κάνουν, κάποια στιγμή ο λόγος τους δεν θα ξεχωρίζει από εκείνον των καιροσκόπων που απλώς εμπορεύονται «πράσινες», «γαλάζιες» ή «καθαρές» ετικέτες.

 


F.A.Q.

Ι: Win win; Για να ισχύει το win win πρέπει να το δηλώνουν δύο πλευρές -όχι ο ένας για λογαριασμό των δύο. Όταν ένας «πράσινος» επενδυτής ισχυρίζεται ότι υπάρχει κέρδος σώζοντας το περιβάλλον, αυτό πρέπει να επικυρώνεται από όσους γνωρίζουν από περιβάλλον – ιδίως από βιοποικιλότητα.

ΙΙ: Βιοποικιλότητα vs Κλιματική Αλλαγή; Στην πράσινη πολιτική, που αποτιμούνται οι οικοσυστημικές υπηρεσίες και αλληλοσυμπληρώνονται οι δράσεις, δεν υπάρχει "σύγκρουση συμφερόντων". Στην σημερινή, όμως, πρακτική υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στις δράσεις κατά της κλιματικής αλλαγής και στις δράσεις για την προστασία της βιοποικιλότητας. Οι πρώτες απαιτούν κυρίως επενδύσεις και μάλιστα, "αξιοποίηση" "ανεκμετάλλευτης" γης, ενώ οι δεύτερες απαιτούν κυρίως προστασία περιοχών - άρα εξαίρεση γης από επενδύσεις. Προφανώς υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα συμφέροντα υπέρ των «κλιματικών» πολιτικών έναντι (συχνά εις βάρος) της βιοποικιλότητας.

ΙΙΙ: Πράσινη ανάπτυξη; Όσοι διαφημίζουν την «πράσινη ανάπτυξη», οφείλουν να συμπληρώνουν με εξίσου πηχυαίους τίτλους ότι η ανάπτυξη που ενσωματώνει το περιβαλλοντικό κόστος και υπηρετεί την κυκλική οικονομία είναι αργή ανάπτυξη – αλλιώς γίνεται κι αυτή «μαύρη» (όσο προφανές κι αν είναι αυτό, λίγοι το ομολογούν).

"Πράσινη" επένδυση στα Ακαρνανικά Όρη

 

 

Κάθε έργο και επένδυση μπορεί να αποκαλείται "πράσινο" πληρώντας κάποιες κατασκευαστικές ή λειτουργικές προδιαγραφές (π.χ. στην κατανάλωση ενέργειας), παρά το αρνητικό οικολογικό του αποτύπωμα  (π.χ. στην βιοποικιλότητα και το καταναλωτικό marketing που προάγει).


Δημόσιες πράσινες επενδύσεις;

Το ελληνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, εκτός από την δημιουργία υποδομών και βελτίωση της ποιότητας ζωής, έχει επιπλέον στόχο την «επίτευξη της απορρόφησης των προβλεπόμενων πόρων του ΕΣΠΑ και των άλλων συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων για την εξασφάλιση της κοινοτικής συνδρομής» (Υπ. Ανάπτυξης – η υπογράμμιση δική τους). Όταν, όμως, η απορρόφηση των πόρων παύει να είναι ένας (αναμφισβήτητα κρίσιμος) δείκτης επιτυχίας ενός επενδυτικού προγράμματος και γίνεται στόχος, επικρατεί το δόγμα της με κάθε τρόπο απορρόφησης Ευρωπαϊκών πόρων ανεξάρτητα από την απόδοσή τους. Αυτό αποθαρρύνει το αληθινό επενδυτικό πνεύμα (υποκαθιστά τον ευφυή επενδυτή με τον καπάτσο διεκδικητή δημοσίων πόρων) και είναι αυτό που μας φόρτωσε μια βαριά κληρονομιά έργων πρακτικά άχρηστων, επιζήμιων ή με δυσβάστακτο λειτουργικό κόστος (συν την διαφθορά, τις «ελίτ» του εύκολου πλουτισμού κ.λπ.).


[i] Η Ελληνική νομοθεσία απαλλάσσει από περιβαλλοντική αδειοδότηση πολλά έργα ακόμη και εντός προστατευόμενων περιοχών και αγνοεί την δέουσα εκτίμηση. Ακόμη και όταν ένα έργο κριθεί καταστροφικό, αρκεί ένας χαμηλόβαθμος υπάλληλος στην περιβαλλοντική αδειοδότηση για να παρακάμψει τα γνωμοδοτικά για την βιοποικιλότητα όργανα (φορείς Διαχείρισης, Διευθύνσεις Περιβάλλοντος, Τμήμα Βιοποικιλότητας) και να «περάσει» κάποιο έργο.

[ii] Η «ωριμότητα» ενός έργου, δηλαδή μελέτες και εγκρίσεις, συχνά λειτουργεί ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» υπό το σημερινό εργολαβικό-μελετητικό κατεστημένο και την ισχύουσα νομοθεσία: Είναι πολύ πιο εύκολη η «ωρίμανση» ενός έργου για τον εγκιβωτισμό ενός ποταμού, παρά για την επαναδημιουργία των πλημμυρικών του πεδίων.

[iii] Ακόμη και αμιγώς πράσινες δράσεις, όπως η αποκατάσταση της λίμνης Κάρλας, κατά την υλοποίηση μετατράπηκαν σε έργα πρωτίστως εργολαβικού οφέλους (κατασκευάστηκε ένας δυσλειτουργικός ταμιευτήρας – προτιμότερος, φυσικά, από τα χέρσα χωράφια, αλλά χωρίς σχέση με το τι είχε αρχικά σχεδιαστεί).