Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Αλιευτικά καταφύγια σε “soft coasts”: Το «ξήλωμα» είναι η μόνη λύση!

Το αλιευτικό καταφύγιο στην περιοχή Κρυονέρι Δυτικά των εκβολών του Κράθη στον Κορινθιακό (σε στιγμή που φυσά ο κυρίαρχος άνεμος της περιοχής, ο ΒΔ - Μαΐστρος). Η  λανθασμένη επιλογή θέσης σημαίνει ότι το λιμανάκι λειτουργεί ως "παγίδα ιζημάτων" και συγκεντρώνει πάνω του την άμμο που φυσιολογικά θα  απλωνόταν σε όλη την ακτή. Αποτέλεσμα είναι να έχει δημιουργήσει μια (όντως, ωραία) παραλία στα Δυτικά του (αριστερά της διακεκομμένης γραμμής) και σοβαρή διάβρωση στα Ανατολικά του (από την περιοχή που δείχνει το βέλος μέχρι και μετά το ακρωτήριο στο βάθος)
Τα λιμανάκια που χτίζονται πάνω σε παραλίες με άμμο, χαλίκι, ιλύ κλπ.  προκαλούν σοβαρή διάβρωση ακτών και συνεχώς «στομώνουν» με φερτά υλικά και φύκια. Το τοπικό και περιορισμένο κοινωνικό-οικονομικό τους όφελος δεν μπορεί να συγκριθεί με τις τεράστιες ζημιές και την έκθεση σε κίνδυνο που προκαλούν αλλά και με το μεγάλο λειτουργικό κόστος. Η μόνη συμφέρουσα λύση είναι να τα διαλύσουμε και να επαναφέρουμε την παραλία στη φυσική της κατάσταση

Έχουμε πει πολλές φορές ότι για τη διάβρωση των ακτών ευθύνονται κυρίως δύο ανθρώπινες παρεμβάσεις: Πρώτη είναι οι επεμβάσεις στα ποτάμια και τα φράγματα που εμποδίζουν τα φερτά υλικά - το δομικό υλικό των ακτών- να φτάσουν στη θάλασσα (βλέπε  οι επεμβάσεις στα ποτάμια καταστρέφουν τις ακτές). Η δεύτερη είναι οι μόνιμες κατασκευές πάνω στις παραλίες με «μαλακό» υλικό, οι οποίες  λειτουργούν ως «παγίδες ιζημάτων» που συγκεντρώνουν γύρω τους φερτά υλικά, εμποδίζοντάς τα να μετακινηθούν και να αποτεθούν κατά μήκος των ακτών. Κάθε ανθρώπινη κατασκευή σε τέτοιες παραλίες (μικροί μόλοι, κρηπιδώματα από βράχους, φράκτες που φτάνουν «μέχρι το κύμα») προκαλεί ζημιά. Ωστόσο, οι πιο παράλογες από αυτές τις κατασκευές είναι τα μικρά λιμανάκια που κατασκευάστηκαν καταμεσής αμμουδιών και άλλων «soft coasts»...

Soft coasts και hard coasts  
Το πρόβλημά μας εντοπίζεται στις παραλίες που έχουν διαμορφωθεί από χαλαρά ιζήματα όπως άμμο, χαλίκι, βότσαλα, λάσπη κλπ. Αυτές είναι οι λεγόμενες ακτές μαλακών ιζημάτων, που αποτελούν το ένα τρίτο των ελληνικών ακτών (36%) και μαζί με τα επίσης «μαλακά» δέλτα ποταμών ξεπερνούν το 40% των ακτών της Ελλάδας.  Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε και τον εύστοχο όρο των A.T. Grove και Oliver Rakham [1], «soft coasts»-«μαλακές ακτές», για να τις ξεχωρίζουμε από τις «σκληρές ακτές», δηλαδή τις βραχώδεις . Η διαφορά είναι ουσιώδης: οι «μαλακές ακτές» είναι εύπλαστες και διαρκώς μεταβαλλόμενες, ενώ οι «βραχώδεις ακτές» είναι σταθερές και μόνιμες.
Σχηματική αναπαράσταση της παράκτιας στερεομεταφοράς με τα θαλάσσια ρεύματα (κίτρινα βέλη) και τη δράση των κυμάτων (μαύρα και κόκκινα βέλη) σε μια "μαλακή" ακτή. (Πηγή:https://www.slideshare.net/lorettar/coastal-processes).

Βασικό χαρακτηριστικών των μαλακών ακτών είναι η έντονη παράκτια στερεομεταφορά -μια κρίσιμη φυσική λειτουργία κατά την οποία η άμμος και τα άλλα δομικά υλικά «ταξιδεύουν» με τα θαλάσσια ρεύματα και «στρώνονται» κατά μήκος της ακτής. Χάρη σε αυτή τη διαδικασία, οι παραλίες είναι ένα δυναμικό σύστημα που συνεχώς φθείρεται και ανανεώνεται, καθώς τα κύματα και τα ρεύματα συνεχώς απομακρύνουν ιζήματα και φέρνουν νέα. Αυτές οι παραλίες μπορούν να αλλάζουν σχήμα ακόμη και από μέρα σε μέρα, μετά από έναν ισχυρό πλάγιο άνεμο που μεταφέρει σε νέα θέση χιλιάδες τόνους υλικού. Επιπλέον, οι παραλίες που βρίσκονται κοντά σε δέλτα ποταμών συνεχώς επεκτείνονται προς τη θάλασσα (με ρυθμό που μπορεί να φτάνει τις αρκετές δεκάδες μέτρα ανά αιώνα). Μια δυναμική κατεβασιά ακόμη και ενός μικρού χειμάρρου μετά από απότομη βροχή εύκολα δημιουργεί δεκάδες τετραγωνικά μέτρα «νέας γης» σε μια νύχτα (τα οποία, στη συνέχεια, θα στρωθούν με τα ρεύματα κατά μήκος της παραλίας). Με λίγα λόγια, τίποτα δεν είναι μόνιμο στις «μαλακές ακτές».

Αντίθετα, οι βραχώδεις ακτές δεν αποτελούνται από φερτά υλικά (είναι οι ίδιες το βασικό πέτρωμα της περιοχής). Έτσι, παραμένουν σταθερές, διαμορφωμένες από την μακραίωνη γεωλογική διεργασία της κίνησης των τεκτονικών πλακών και τους σεισμούς. Μεγαλώνουν -για την ακρίβεια, ανυψώνονται- με ρυθμό χιλιοστών ή εκατοστών ανά αιώνα. Δηλαδή αλλάζουν τόσο αργά, ώστε για τα ανθρώπινα δεδομένα μένουν πρακτικά απαράλλαχτες.

Είναι προφανές ότι οι κατασκευές πάνω σε εύπλαστες παραλίες μαλακών ιζημάτων είναι έρμαιο των ασταθών συνθηκών και των γρήγορων αλλαγών, ενώ οι κατασκευές σε σταθερές ακτές μένουν ακλόνητες στο πέρασμα του χρόνου. Γι αυτό το λόγο, μέχρι σχετικά πρόσφατα, ήταν αδιανόητη η ύπαρξη λιμανιού σε «soft» ακτή. Η αυτονόητη επιλογή για λιμάνι ήσαν οι υπήνεμες θέσεις σε κάποιο φυσικό βραχώδη κόλπο ή, έστω, σε μια σταθερή βάση σε βραχώδη ή υπερυψωμένη ακτή.

Ραφήνα, Νοέμβριος 2018, με Α-ΝΑ άνεμο (ο Βοράς προς τα Δεξιά). Διακρίνονται τα φερτά υλικά που προσκρούουν στον κυματοθραύστη και στην συνέχεια εισέρχονται στο λιμάνι.  Η  σταθερή φυσική θέση του λιμένα της Ραφήνας (δίπλα μεν σε "soft" ακτή, αλλά  πάνω σε σταθερή βάση στην άκρη ενός λόφου), η μεγάλη του χωρητικότητα (σε σχέση με το μικρό μέγεθος της διπλανής παραλίας,) και τα μεγάλα κονδύλια που διαθέτονται για τον περιοδικό καθαρισμό του διατηρούν το λιμάνι σε λειτουργία παρά την συνεχή μεταφορά φερτών. Αντίθετα, τα μικρά λιμανάκια που κατασκευάστηκαν καταμεσής μεγάλων αμμουδιών (και χωρίς budget για συντήρηση...) καταπίνονται από την παράκτια στερεομεταφορά. Φωτ. Γιάννης Γαστεράτος.

Η εποχή των έργων στις soft coasts
... Και φτάσαμε στην εποχή κατά την οποία η εξέλιξη στον κατασκευαστικό τομέα έκανε εφικτά τα έργα πάνω σε αμμουδιές και άλλες «soft coasts». Παρά τις προειδοποιήσεις των γεωλόγων για την ανάγκη σοβαρών ακτομηχανικών μελετών, λιμάνια σε εκτεθειμένες και ανεμοδαρμένες «μαλακές ακτές» με έντονη στερεομεταφορά άρχισαν να εμφανίζονται χωρίς πρόβλεψη για τις επιπτώσεις  στη λειτουργία αυτών των ακτών.

Αυτή η προχειρότητα φάνηκε κυρίως με τη «νέα γενιά» μικρών αλιευτικών καταφυγίων (κυρίως) και μαρινών που άρχισαν να πληθαίνουν τη δεκαετία του ’90 (κυρίως με χρηματοδότηση από το περιβόητο Β’ Κ.Π.Σ.). Σίγουρα, πολλά λιμανάκια αποδείχτηκαν χρήσιμα και κατασκευάστηκαν σε παραδοσιακές, σταθερές θέσεις (συνήθως ήσαν παλιά ψαρο-λιμανάκια που ενισχύθηκαν). Αρκετές, όμως, κατασκευές ήσαν εντελώς νέες και χωροθετήθηκαν σε εντελώς αφύσικα για λιμάνι σημεία, εκεί όπου οι συνεχείς αμμουδιές (ή άλλες «soft coasts»)προηγουμένως εκτείνονταν αδιατάρακτες για χιλιόμετρα.

Απλή απόδοση του τι συμβαίνει σε μια "μαλακή" ακτή αν κατασκευάσουμε ένα τεχνητό εμπόδιο στην παράκτια μετακίνηση των ιζημάτων: το υλικό μαζεύεται από τη μια μεριά της κατασκευής και προκαλείται διάβρωση προς την μεριά της κατεύθυνσης του κυρίαρχου ανέμου και των θαλάσσιων ρευμάτων. (Πηγή: https://www.crd.bc.ca/education/our-environment/geology-processes/coastal-sediment). Σε περίπτωση που η ακτή είναι εκτεθειμένη σε περισσότερους ανέμους, υλικό μπορεί να μαζευτεί και από τις δύο μεριές και η διάβρωση να προκληθεί εκατέρωθεν του έργου στις γειτονικές παραλίες

Αυτά τα «νέα λιμενικά έργα» παρουσιάστηκαν ως ένας (ακόμη) θρίαμβος των μηχανικών και των εργολάβων επί των στοιχείων της φύσης. Ωστόσο, επανειλημμένα αποδείχτηκε ότι οι άσχετοι από ακτομηχανική κατασκευαστές αγνόησαν το βασικότερο: την έντονη παράκτια στερεομεταφορά. Έτσι, στην πραγματικότητα κατασκεύασαν τεράστια εμπόδια εκεί ακριβώς όπου τα υλικά «ταξίδευαν» με τα θαλάσσια ρεύματα ελεύθερα κατά μήκος της ακτής. Τα αλιευτικά τους καταφύγια έγιναν γιγάντιες «παγίδες ιζημάτων», που μαζεύουν γύρω τους άμμο, χαλίκι, ιλύ και άλλα δομικά υλικά της ακτής. Φυσικά, αυτά τα υλικά αφαιρέθηκαν από την υπόλοιπη ακτογραμμή, με άμεσο αποτέλεσμα τη διάβρωση των ακτών μέχρι και μερικά χιλιόμετρα μακριά από το λιμανάκι. Έτσι καταστρέφονται υποδομές, κτίσματα, καλλιέργειες, οικισμοί, η ίδια η ομαλή ζωή στις παραθαλάσσιες περιοχές και ο τουρισμός. Για τον ίδιο λόγο, τα λιμανάκια αυτά συνεχώς «στομώνουν» με άμμο και φύλλα ποσειδωνίας, συνήθως σε βαθμό που κάνει απαγορευτική τη χρήση τους για τα πιο μεγάλα σκάφη και απαιτεί τακτικό και πολυδάπανο καθαρισμό.

Παραδείγματα τέτοιων λιμενικών έργων υπάρχουν παντού στην Ελλάδα. Οι πιο θεαματικές περιπτώσεις βρίσκονται σε περιοχές με εκτενείς «soft» ή με έντονη στερεομεταφορά ακτές όπως ο Θερμαϊκός, τα παράλια του Θρακικού Πελάγους, η Δυτική Πελοπόννησος, ο Κορινθιακός. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα αλιευτικά καταφύγια συσσωρεύουν γύρω τους τεράστιες ποσότητες υλικών, «φρακάρουν» από άμμο, χαλίκι και φύκια και προκαλούν εντονότατη διάβρωση στις γειτονικές ακτές, ενώ σε μερικές περιπτώσεις αρχίζουν να διαλύονται τα ίδια (π.χ., αλιευτικό καταφύγιο στους Νέους Επιβάτες)[2].

Το αλιευτικό καταφύγιο Λεχαινών πέντε χρόνια μετά τα εγκαίνιά του και οκτώ μετά την έναρξη των έργων. Η ακτογραμμή πριν το έργο βρισκόταν μπροστά από τα σπίτια όπως στις διακεκομμένες γραμμές. Η γραμμή αριστερά του λιμανιού είναι 450+ μέτρα και η στεριά που έχει δημιουργηθεί έχει προχωρήσει τουλάχιστον 70 μ. κατά μήκος του αριστερού τμήματος του λιμανιού. Το εμβαδόν του (ορθογωνίου) τριγώνου από άμμο που έχουν μαζευτεί Νότια από το έργο είναι τουλάχιστον 15 στρέμματα, το υλικό των οποίων, υπό κανονικές συνθήκες, τα θαλάσσια ρεύματα θα έστρωναν στις παραλίες της Ηλείας βόρεια και νότια από το έργο. Όλος αυτός ο όγκος στερεού υλικού πλέον λείπει από τις παραλίες, οι οποίες ήδη υποφέρουν από έντονη διάβρωση. Επιπλέον, το λιμάνι έχει φρακάρει από τεράστιους όγκους άμμου και φύλλων ποσειδωνίας και πρακτικά αχρηστεύεται. 
Η παραλία δίπλα στο αλιευτικό καταφύγιο Λεχαινών, ένα χρόνο μετά τα εγκαίνιά του. Ήδη έχουν αρχίσει να συσσωρεύονται τόνοι από άμμο και φύλλα ποσειδωνίας. Η κανονική ακτογραμμή φαίνεται με κίτρινο.

Η ακτή λίγα χιλιόμετρα Βόρεια από το αλιευτικό καταφύγιο Λεχαινών επίσης ένα χρόνο μετά τα εγκαίνιά του (και περίπου τέσσερα μετά την έναρξη των έργων που έφραξαν την ακτή). Τα πρώτα σημάδια της διάβρωσης είναι εμφανή προς το δρόμο - δεν φαίνονται όμως τα μέτρα της παραλίας που έχουν χαθεί προς τη θάλασσα. Φαίνονται επίσης τα συνηθισμένα σπασμωδικά μέτρα αντιμετώπισης της διάβρωσης με μπάζα και πέτρες - που επιδεινώνουν το πρόβλημα αφού αποθέτουν επιπλέον "σκληρά" υλικά σε μια από τη φύση της "μαλακή" ακτή στην οποία φυσιολογικά δεν υπήρχε ούτε μια πέτρα. 


Αλιευτικό καταφύγιο Λεχαινών 2018. Γεμάτο με φύλλα
Ποσειδωνίας. Φωτ. Διονύσης Κράγκαρης
Οι επιπτώσεις από την κατασκευή αυτών των λιμανιών βιώνονται άμεσα. Για παράδειγμα, σε λιγότερο από 10 χρόνια λειτουργίας, το αλιευτικό Καταφύγιο Λεχαινών στην Ηλεία έχει δημιουργήσει γύρω του τουλάχιστον 25 στρέμματα νέας ακτής – τα υλικά της οποίας λείπουν από τις γειτονικές ακτές- και φρακάρει συνεχώς με δεκάδες τόνους φύλλων ποσειδωνίας. Το οικονομικό κόστος από τη διάβρωση που προκαλούν αυτά τα αλιευτικά καταφύγια είναι πολύ μεγάλο, αν αναλογιστούμε την απώλεια γης, την  απώλεια υποδομών, την πτώση αξίας ακινήτων και περιουσιών, την ακύρωση ή αποτυχία επενδύσεων, την απώλεια εισοδήματος από τουρισμό (στο Νομό Χανίων μόνο, το Πολυτεχνείο Κρήτης την υπολογίζει στα 2.000.000 € ετησίως). Σε αυτά τα κόστη πρέπει να προσθέσουμε τους αληθινούς κινδύνους που συνεπάγεται μια διαλυμένη ακτή για τις παραθαλάσσιες κοινότητες από την ανύψωση της στάθμης της θάλασσας και τα ακραία καιρικά φαινόμενα (για να μη μιλήσουμε για τα τσουνάμι[3]...), όπως και το κόστος από την υφαλμύρωση του παράκτιου υδροφόρου ορίζοντα – προβλήματα που επιδεινώνονται ραγδαία λόγω κλιματικής αλλαγής.

Το αλιευτικό καταφύγιο Πλαταμώνα. Παρατηρούμε τη συσσώρευση άμμου δίπλα από τις κατασκευές αλλά και, σταδιακά, μέσα στο λιμανάκι. Λίγο πιο Βόρεια βλέπουμε δύο "μπαστούνια" που κατασκευάστηκαν για να γλιτώσουν τα παράκτια σπίτια από τη διάβρωση. Με αυτού του είδους τα πρόχειρα έργα προστασίας της ακτής, το πρόβλημα απλά μεταφέρεται λίγο πιο πέρα και θα χρειάζονται συνεχώς νέα έργα σε έναν αγώνα χαμένο εκ των προτέρων. (Πηγή: https://panosz.wordpress.com/2008/02/04)
Ένας έμμεσος τρόπος να εκτιμήσουμε μέρος του κόστους των αλιευτικών καταφυγίων θα ήταν μέσω των δαπανών για τα έργα αποκατάστασης των ακτών που καταστρέφονται εξαιτίας τους. Μολονότι κάποιοι προτείνουν  φθηνές λύσεις, συχνά με «σκληρά» τεχνικά έργα, αυτές είναι περιορισμένης αποτελεσματικότητας ή (συνήθως) μεταθέτουν το πρόβλημα της διάβρωσης παραπέρα στην ίδια ακτή. Οι σοβαρές μελέτες και τα σοβαρά έργα αναφέρονται σε κόστη που φτάνουν σε εκατομμύρια ευρώ ανά χιλιόμετρο και με δράσεις που πρέπει περιοδικά να επαναλαμβάνονται. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει οριστική λύση όσο η αιτία του προβλήματος εξακολουθεί να υφίσταται. (Βλ. και προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Living with coastal erosion in Europe:Sediment and Space for Sustainability.)  

Το Αλιευτικό καταφύγιο Ασπροβάλτας έχει γεμίσει με άμμο, κάνοντας τη χρήση του από τους ψαράδες προβληματική. Από τη συσσωρευμένη άμμο (της οποίας προορισμός ήταν να απλωθεί στις γειτονικές παραλίες και όχι να εγκλωβιστεί μέσα στο λιμάνι) έχει πλέον δημιουργηθεί αμμουδιά  μέσα στο λιμάνι, εκεί όπου θα έπρεπε να "δένουν" σκάφη και  το βάθος να πλησιάζει τα 2 μέτρα. Τα περισσότερα αλιευτικά καταφύγια έχουν "μπαζωθεί "με  παρόμοιο φυσικό τρόπο λόγω της λανθασμένης χωροθέτησής τους, η οποία τα κάνει "παγίδες" των φερτών υλικών που η φύση μετακινεί κατά μήκος της ακτής με τα ρεύματα.  Φωτ. Αρης Χριστίδης 

 Η μόνη λύση
Το οικονομικό και «αναπτυξιακό» όφελος των αλιευτικών καταφυγίων σε ακτές μαλακών ιζημάτων είναι περιορισμένο. Δεν σχετίζονται με παραδοσιακές αλιευτικές κοινότητες (οι οποίες πάντα είχαν βάση σε κάποιο «σταθερό» λιμάνι) και εξυπηρετούν σχετικά λίγους πραγματικά επαγγελματίες ψαράδες. Καθώς το βάθος τους  ελαττώνεται σύντομα λόγω συσσώρευσης άμμου και φύλλων ποσειδωνίας, συχνά δεν μπορούν να φιλοξενήσουν ούτε μεγάλα αλιευτικά, ούτε τουριστικά σκάφη, ιστιοφόρα κ.λπ. Το πραγματικό ενδιαφέρον για τέτοια λιμανάκια σε «μαλακές» ακτές προέρχεται από παραθεριστές και περίοικους που βολεύονται «δένοντας» εκεί τις βάρκες τους και χρησιμοποιώντας τις «γλίστρες».  Πράγματι, αυτοί εξυπηρετούνται. Αρκεί, όμως, η μικρή ατομική εξυπηρέτηση για να δικαιολογήσει το κόστος που όλη η κοινωνία καλείται να πληρώσει, και μάλιστα άμεσα;

Σήμερα, που η προστασία των παράκτιων ζωνών θεωρείται στόχος ολοένα μεγαλύτερης προτεραιότητας, κυρίως εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής (βλ. και την πρόσφατη ημερίδα του ΤΕΕ για τη διάβρωση των ακτών) δεν μπορούμε να προκαλούμε καταστροφή ακτών για έργα περιορισμένης οικονομικής ή κοινωνικής σημασίας.

Αφού, λοιπόν, τα αλιευτικά καταφύγια σε «soft coasts» δεν φέρνουν ανάπτυξη και δεν δημιουργούν πλούτο (όπως τα κύρια εμπορικά ή επιβατικά  λιμάνια - κάτι που ίσως δικαιολογούσε κάποιο κόστος και προσέφερε πόρους για αποκατάσταση), και αφού συνήθως έχουν μεγάλο λειτουργικό κόστος, γιατί τα διατηρούμε; Η μόνη λογική λύση είναι η απομάκρυνσή τους. Δεν μιλάμε απλά για καταστροφή τους - αυτή θα συμβεί έτσι κι αλλιώς από τη φύση αν τα αφήσουμε χωρίς συντήρηση- αλλά για κατάργησή τους και απομάκρυνση όλων των ογκόλιθων και του τσιμέντου που εμποδίζουν το ταξίδι των ιζημάτων κατά μήκος της ακτής. Μιλάμε για πραγματική αποκατάσταση, να ξαναφέρουμε την παραλία όπως ήταν πριν!

Προφανώς οι αρχές (τοπικές, περιφερειακές ή κρατικές) δεν μπορούν να δεχτούν εύκολα την κατάργηση κάποιων αλιευτικών καταφυγίων. Οι πελατειακές σχέσεις, η αταλάντευτη εμμονή στην εξωτερίκευση του πραγματικού κόστους και η χαλαρή αίσθηση των «κοινών» σημαίνουν ότι πρώτα λογαριάζουν την εξυπηρέτηση μερικών ιδιοκτητών σκαφών και μετά την προστασία των ακτών.

Το αλιευτικό καταφύγιο στο Κρυονέρι στο Δυτικό Κορινθιακό, στην Αιγιάλεια (Δυτικά της Ακράτας - αυτό που φαίνεται στην αρχική φωτ.). Η (τονισμένη με κίτρινο) προβλήτα έχει παγιδεύσει μεγάλες ποσότητες άμμου αριστερά (Δυτικά) του λιμανιού και έχει προκαλέσει μεγάλη διάβρωση στα δεξιά (Ανατολικά). Επιπλέον, όπως φαίνεται και στη δορυφορική εικόνα, η είσοδος φράζεται συνεχώς από άμμο, ενώ το εσωτερικό του λιμανιού συγκεντρώνει μεγάλες ποσότητες φύλλων ποσειδωνίας (τα  υποθαλάσσια λιβάδια ποσειδωνίας φαίνονται με σκούρο χρώμα στο γειτονικό θαλάσσιο χώρο). Το έργο έχει κριθεί κατεδαφιστέο. Ο Δήμος Αιγιάλειας  πρέπει απλά να εφαρμόσει το νόμο και να μην προσπαθεί να το "νομιμοποιήσει".

Ευτυχώς, η απόφαση για κατάργηση αρκετών αλιευτικών καταφυγίων γίνεται πιο εύκολη διότι κάμποσα από αυτά (λέγεται ότι είναι τουλάχιστον 20 σε όλη την Ελλάδα) κατασκευάστηκαν έτσι κι αλλιώς παράνομα (συνήθως επειδή δεν ειχε καθοριστεί οριογραμμή του αιγιαλού και χερσαία λιμενική ζώνη) και υπάρχει γι αυτά εντολή κατεδάφισης. Άρα, οι Δήμαρχοι, που συνήθως είναι επιφορτισμένοι με αυτό το καθήκον, δεν χρειάζεται να λάβουν κάποια ριζοσπαστική πρωτοβουλία παρά απλά να εφαρμόσουν το νόμο. Το πρόβλημα που επικαλούνται σε αυτή την περίπτωση είναι το μεγάλο "κόστος κατεδάφισης". Πόροι, όμως, μπορεί να προβλεφθούν αν υπάρξει πολιτική βούληση.

Πρέπει, λοιπόν, η κατάργηση αλιευτικών καταφυγίων (αλλά και άλλων αποδεδειγμένα καταστροφικών έργων) να αποτελέσει συνειδητή πολιτική επιλογή. Εδώ βρίσκεται ο κρίσιμος ρόλος των επιστημονικών φορέων, για να κλονίσουν την θρησκόληπτη εμμονή στην «ιερή» υπόσταση κάθε ανθρώπινης κατασκευής. Κάθε ανθρώπινο έργο δεν είναι υποχρεωτικά ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα της προόδου, αλλά μπορεί κάλλιστα να είναι αποτυχημένο, κακά σχεδιασμένο και επιζήμιο, και απλά να θέλει ξήλωμα και τίποτα άλλο (όχι επιδιόρθωση, βελτίωση, νέους περιβαλλοντικούς όρους κλπ.). Εν τω μεταξύ, είναι αυτονόητο ότι, ακόμη κι αν δεν είναι εφικτή η άμεση απομάκρυνση τους, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να νομιμοποιηθούν αυτά τα παράνομα έργα (άλλωστε, αυτό συνήθως απελευθερώνει πόρους για νέες επεμβάσεις και επιδείνωση της κατάστασης).

Η κατάργηση αλιευτικών καταφυγίων που καταστρέφουν ακτές και εκθέτουν σε κίνδυνο ολόκληρες κοινωνίες, η κατεδάφιση κτηρίων (αλλά και οικοδομικών τετραγώνων) για να φτιάξουμε πάρκα και βιώσιμες πόλεις, η επαναδημιουργία λιμνών που αποξηράνθηκαν χωρίς κανένα όφελος και η αποκατάσταση των πλημμυρικών πεδίων ποταμών για να προστατευθούμε από φονικές πλημμύρες (αλλά και για πολλές ακόμη «οικολογικές υπηρεσίες» βλ. οικολογική αποκατάσταση εσωτερικών υδάτων) είναι μερικά μόνο από τα έργα που έχουμε ανάγκη σήμερα. Δεν είναι μόνο ανάγκη επιβίωσης, αλλά και διέξοδος στον κατασκευαστικό τομέα, άρα και στην ίδια την οικονομία. Είναι τα «μεγάλα έργα» του μέλλοντος (βλ και τα πράσινα μεγάλα έργα).



[1] Στο μνημειώδες (παρά τις εμμονές του) έργο The Nature of Mediterranean Europe (Yale Univeristy Press, 2001), με το οποίο «άνοιξαν τα μάτια» πολλών για τη φύση της πατρίδας μας

[2] Καλή μελέτη περίπτωσης κακών λιμενικών έργων και ανάλογα κακών έργων «αποκατάστασης» είναι ο Θερμαϊκός. Άφθονο υλικό με αναφορές και φωτογραφίες μπορεί να αναζητηθεί στην «Καλύβα»  https://panosz.wordpress.com, π.χ. η παρουσίαση του Μιχάλη Γκανά (με αφορμή τα έργα για το αεροδρόμιο).

[3] Τα τσουνάμι είναι μια πραγματικότητα που ανεύθυνα αγνοούν οι αρχές στον ελληνικό χώρο. Τσουνάμι παρόμοια με εκείνα του 1956 στο Αιγαίο και 1963 στον Κορινθιακό θα προκαλούσαν σήμερα βιβλικές καταστροφές και χιλιάδες θύματα αφού η ανθρώπινη δραστηριότητα και ο τουρισμός έχουν εν τω μεταξύ μεταφερθεί στις ακτές (ενώ εκείνα τα χρόνια ελάχιστοι δραστηριοποιούνταν κοντά στις ακτές). Μια διαβρωμένη παραλία δεν μπορεί να ελαττώσει την ορμή των νερών και, επιπλέον, κατά τις κρίσιμες στιγμές που υποχωρούν τα νερά πριν έρθει το κύμα, αυξάνει τον κίνδυνο παγίδευσης σε αυτήν και μειώνει την δυνατότητα έγκαιρης απόδρασης προς τα ενδότερα.