Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

ΟΙ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΝ ΤΙΣ ΑΚΤΕΣ


Επειδή μπροστά στα μεγάλα αναπτυξιακά έργα αμβλύνονται οι συνειδήσεις και ερμηνεύεται κατά το δοκούν η επιστήμη, συνοψίζουμε τα στοιχειώδη περί ποταμών, απόληψης «αδρανών» υλικών και διάβρωσης ακτών.



Οι παραλίες χτίζονται από τα ποτάμια
Οι παραλίες είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς δυναμικής διαδικασίας: Τα ποτάμια κατεβάζουν βότσαλα, άμμο και λάσπη, στη συνέχεια τα κύματα και τα θαλάσσια ρεύματα απλώνουν αυτά τα υλικά και χτίζουν τις ακτές. Κι όμως, εμείς αυτά τα υλικά τα ονομάζουμε «αδρανή»!

Ας πάρουμε για παράδειγμα την δαντελωτή, με συνεχή ακρωτήρια παραλιακή περιοχή της Αιγιάλειας. Κάθε ακρωτήριο έχει σχηματιστεί από τις προσχώσεις ενός ποταμού. Ακόμη και ‘ασήμαντα’ ποτάμια, όπως ο Λαδοπόταμος στην Πούντα, έχουν χτίσει μια αξιόλογη πεδινή έκταση.

Χωρίς τις προσχώσεις αυτών των ποταμών δεν θα υπήρχε πεδινή ζώνη και παραλίες. Τα βουνά θα ‘έπεφταν’ κατευθείαν στη θάλασσα, όπως κάνουν στην απέναντι ακτή της Στερεάς. Έτσι ήσαν και οι νότιες ακτές του Κορινθιακού μέχρι πριν εφτά χιλιάδες χρόνια περίπου, όταν σταμάτησε η ραγδαία ανύψωση της στάθμης της θάλασσας μετά το πέρας της τελευταίας εποχής των παγετώνων.









Οι εκβολές του Κράθη στην Ακράτα. Με διακεκομμένη γραμμή φαίνεται η αρχαία ακτογραμμή.
Ολόκληρη η περιοχή στα δεξιά αποτελεί προσχώσεις του ποταμού στα τελευταία 7.000 χρόνια

Η διαδικασία είναι ταχύτατη
Ότι βλέπουμε σήμερα, λοιπόν, ως πεδινή ζώνη έχει δημιουργηθεί μέσα σε εφτά χιλιάδες χρόνια το πολύ. Αν αναλογιστούμε ότι, στην περίπτωση της Αιγιάλειας, η πεδινή ζώνη καλύπτει πάνω από 90.000 στρέμματα, με μια απλή διαίρεση συμπεραίνουμε ότι, κατά μέσο όρο, δημιουργούνται περίπου 12 στρέμματα το χρόνο νέας πεδινής έκτασης από τα ποτάμια. [Στην πραγματικότητα, αυτή η διαδικασία δεν γίνεται με σταθερό ρυθμό. Μπορεί επί σειρά ετών να ‘κατεβαίνουν’ λίγα υλικά και με μια μεγάλη ‘κατεβασιά’ να σχηματιστούν δεκάδες στρέμματα ακόμη και σε μια νύχτα – όπως στην περίπτωση του Κράθη τον Ιανουάριο του 1914].

Είναι δύσκολο να πιστέψουμε την ταχύτητα με την οποία τα ποτάμια κατεβάζουν υλικά στην ακτή. Ενδεικτικά, μια μελέτη στον Δούναβη στην Αυστρία, με ενσωματωμένους πομπούς μέσα σε ποταμίσιες πέτρες, βρήκε ότι ένα βότσαλα στο μέγεθος πατάτας μετακινείται κατά μέσο όρο τρία χιλιόμετρα το χρόνο. Και αναφερόμαστε σε ένα αργό, νωχελικό ποτάμι. Πόσο, άραγε, να μετακινείται μια παρόμοια πέτρα στον -με πολύ μικρότερο όγκο νερού αλλά και πολύ πιο ορμητικό- Σελινούντα, έναν τυπικό ποταμό της Νότιας Ελλάδας;

Χάνονται τα αδρανή – χάνονται οι ακτές
Όταν λείψουν τα «αδρανή», τα κύματα και, κυρίως, τα θαλάσσια ρεύματα (που κατευθύνονται παράλληλα με την ακτή και μεταφέρουν υλικά - η λεγόμενη "παράκτια στερεομεταφορά") αρχίζουν να διαβρώνουν τις παραλίες, με ανυπολόγιστο κόστος για την οικονομική και κοινωνική ζωή. Αυτό το βιώνουν με οδυνηρό τρόπο οι νότιες ακτές του Κορινθιακού και της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου μετά από τέσσερις δεκαετίες απόληψης υλικών από τα ποτάμια. Εκατομμύρια τόνοι από άμμο, βότσαλα και χαλίκια στερήθηκαν από τις παραλίες και έγιναν μπετόν σε λιμάνια και οικοδομές ή υπόστρωμα στην εθνική οδό.

Δεν έχει σημασία πόσο μακριά από τις εκβολές έγιναν οι παρεμβάσεις. Η κατάβαση των υλικών προς τη θάλασσα, εκτός από το ότι είναι ταχύτατη, λειτουργεί και σαν «ντόμινο»: το ένα βότσαλο σπρώχνει το παρακάτω. Από οποιοδήποτε σημείο κι αν αφαιρέσω  ένα κομμάτι, η διαδικασία σταματά.


Η κοίτη του Κράθη κοντά στην Ακράτα. Το νερό καταλαμβάνει ένα μικρό μέρος
της ενεργού κοίτης. Ωστόσο, υπάρχουν στιγμές που το νερό καλύπτει
ολόκληρη την έκταση από τη μια άκρη ως την άλλη
Η «ενεργός κοίτη»
Μια δικαιολογία για παρέμβαση στα ποτάμια, την οποία επικαλέσθηκε η Ολυμπία Οδός προκειμένου να λάβει εύκολα υλικό, βασίζεται στο εξής: «Δεν παίρνουμε υλικό από την κοίτη. Πηγαίνουμε παραδίπλα, εκεί που το ποτάμι δεν ρέει εδώ και δεκαετίες. Άρα, το υλικό που αφαιρούμε δεν προοριζόταν να καταλήξει στις ακτές». Αυτό δεν ισχύει. Στη Νότια Ελλάδα, τα ποτάμια αλλάζουν συνεχώς ροή και, ακόμη κι αν έχουν περάσει ‘δεκαετίες’, κάποια στιγμή θα ξαναπεράσουν από κάθε ‘ξεχασμένο’ σημείο της ενεργού κοίτης (ενεργός κοίτη είναι η εμφανής ακάλυπτη χαλικώδης έκταση δίπλα στις δύο όχθες).

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, στο μεσογειακό κλίμα, οι μεγάλες πλημμύρες συμβαίνουν ξαφνικά και ακανόνιστα μετά από πολλά χρόνια. Μέσα στην τελευταία εικοσαετία, κάθε ποτάμι της Νότιας Ελλάδας, σε διαφορετική στιγμή το καθένα, έχει βρεθεί πλημμυρισμένο με νερό από τη μια άκρη ως την άλλη έστω και για λίγες ώρες. Αυτές οι μετρημένες μεγάλες ‘κατεβασιάς’ είναι πολύτιμες, αφού αρκούν για να αναπληρώνουν δεκαετίες διάβρωσης στις ακτές. Αν εμείς ανοίξουμε μια μεγάλη τρύπα δίπλα στο ποτάμι, όταν γίνει η μεγάλη κατεβασιά, τα υλικά θα καλύψουν πρώτα αυτό το κενό και μόνο όσα περισσέψουν θα φτάσουν στη θάλασσα. Άρα, σε κάθε περίπτωση, η απόληψη υλικού από οποιοδήποτε σημείο της κοίτης στερεί υλικό από τις ακτές.

Ο ΔΑΝΕΙΟΘΑΛΑΜΟΣ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ: πρόβλημα υπάρχει ακόμη και αν η απόληψη του υλικού γίνεται εκεί από όπου το ποτάμι δεν έχει περάσει εδώ και χρόνια (και εντωμεταξύ έχει αναπτυχθεί βλάστηση). Κάποια στιγμή, μετά από μια μεγάλη πλημμύρα, το νερό θα περάσει από όλη την κοίτη. Το υλικό που θα κατέληγε στη θάλασσα θα εγκλωβιστεί τότε στο σημείο όπου έγιναν οι αμμοληψίες για να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε.

Πώς δικαιολογούν επεμβάσεις στα ποτάμια;
Τα τεράστια κέρδη που επιφέρει η εκμετάλλευση των «αδρανών» (λόγω ευκολίας στην απόληψη και απουσίας ιδιωτικών εκτάσεων) κάνουν κάθε επέμβαση στα ποτάμια ακαταμάχητη πρόκληση. Γι αυτό προβάλλονται με υπερβολικό τρόπο δύο κυρίως επιχειρήματα, τα οποία συχνά ενστερνίζονται και καλοπροαίρετοι πολίτες.

Πρώτον ότι η διάβρωση των ακτών μπορεί να αντιμετωπιστεί και χωρίς νέο δομικό υλικό από τα ποτάμια. Οι προτάσεις αυτές συνήθως περιλαμβάνουν πολλούς μικρούς προβόλους που μετριάζουν τα ρεύματα κατά μήκος της ακτής συγκρατώντας τα υλικά της παραλίας. Τοπικά (ανάλογα με τη μέθοδο) μπορεί να υπάρξει αποτέλεσμα, όμως, το πρόβλημα μεταφέρεται σε γειτονικές ακτές. Ειδικά στον Κορινθιακό, όπου τα βάθη είναι πολύ μεγάλα, δεν υπάρχει διαθέσιμο υλικό πιο ανοιχτά για να μεταφερθεί στις ακτές με φυσικό ή τεχνητό τρόπο και να αναπληρώσει τα κενά που έχουν ήδη δημιουργηθεί (κάτι που έχει επιτυχώς δοκιμαστεί αλλού). Χωρίς νέο δομικό υλικό από τα ποτάμια για να ξεκινήσει πάλι το χτίσιμο των ακτών, δεν υπάρχει ελπίδα..

Η δεύτερη δικαιολογία είναι τα περιβόητα «αντιπλημμυρικά». Ότι, δηλαδή, έχει σωρευτεί υλικό σε ορισμένα σημεία λόγω παλαιότερων τεχνικών έργων που στένεψαν την κοίτη ή δημιούργησαν εμπόδια (π.χ. γέφυρες). Εκεί, το ποτάμι μπορεί να υπερχειλίσει. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει όταν η ακτή ανυψώνεται λόγω γεωλογικών φαινομένων, δημιουργώντας μηδενική κλίση στον κάτω ρου. Άρα, λένε, μπορεί να αφαιρεθεί υλικό. Αν αυτό συμβαίνει, μόνη λύση είναι η αποκατάσταση της φυσικής ροής των ποταμών. Μέχρι να γίνει αυτό, οποιαδήποτε παρέμβαση δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πρέπει να είναι χειρουργικής ακρίβειας, να τεκμηριώνεται με σοβαρή μελέτη και το υλικό που θα βγαίνει πρέπει να αποτίθεται σε άλλο σημείο του ποταμού από όπου μπορεί να συνεχίσει την πορεία του προς τη θάλασσα - ή να μεταφερθεί απευθείας στην εκβολή σε σημείο όπου θα μπορεί να το "πάρει το κύμα". Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τις δήθεν επείγουσες αντιπλημμυρικές επεμβάσεις, κατά τις οποίες ’ξεκοιλιάζονται’ τα ποτάμια, το υλικό είτε απομακρύνεται προς "άγνωστη κατεύθυνση" ή συγκεντρώνεται στο πλάι προς πώληση (όπου η Κτηματική Υπηρεσία εκτιμά «ότι μπορεί» και στο τέλος κάποιοι θησαυρίζουν).

Εναλλακτικές λύσεις
Κανένα μεγάλο έργο δεν μπορεί να αντισταθμίσει το οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό  κόστος από τη διάβρωση των ακτών. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε εναλλακτική λύση, δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνει κανείς στα ποτάμια. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Οι λατομικές ζώνες όταν δεν καταλαμβάνουν έκταση από προστατευόμενες περιοχές ή αρχαιολογικούς χώρους, είναι αποδεκτή λύση.

Προτιμότερη είναι η λύση των ‘δανειοθαλάμων’ (χώρος όπου σκάβει κανείς και βγάζει αμμοχάλικο) σε παλιές προσχώσεις, δηλαδή εκεί από όπου το ποτάμι διερχόταν αιώνες πριν, οι οποίες βρίσκονται πλέον πολύ μακριά από την σημερινή κοίτη. Είναι η ασφαλέστερη λύση διότι πρόκειται για παλαιές αποθέσεις υλικού, το οποίο, πλέον, αποτελεί "στεριά" και δεν έχει σχέση με την ενεργό κοίτη του ποταμού και την μεταφορά υλικού στην ακτή. Στις περισσότερες χώρες αυτή είναι η κύρια πηγή άμμου και χαλικιού. Ο λόγος για τον οποίο στην Ελλάδα δεν επιλέγονται αυτές οι περιοχές είναι απλός: πρόκειται για ιδιωτικές εκτάσεις – ενώ η κοίτη των ποταμών είναι δημόσιο «ξέφραγο αμπέλι»…


Η εκβολή του Σελινούντα, ΒΑ του Αιγίου. Η περιοχή στα δεξιά της φωτογραφίας έχει σχηματιστεί από αρχαίες προσχώσεις του ποταμού και μπορεί να αποτελέσει χώρο για απόληψη υλικού (για όσους επιμένουν να αναζητούν τέτοια υλικά). Παρεμπιπτόντως, κάπου εκεί βρίσκεται, θαμμένη κάτω από αμμοχάλικο, και η Αρχαία Ελίκη. Γιατί δεν αφαιρούν από εκεί το επιφανειακό υλικό, βοηθώντας και τις ανασκαφές;


Υπάρχουν πολλές ακόμη λύσεις (π.χ. ανακύκλωση υλικών) που δεν είναι του παρόντος. Εκείνο που πρέπει επειγόντως να αντιληφθούμε είναι το ότι η τήρηση των περιορισμών που επιβάλει η επιστήμη είναι βασική προϋπόθεση διασφάλισης της ζωής μας. Ειδικά εν όψει των κλιματικών αλλαγών, η παραλιακή ζώνη πρέπει να ενισχυθεί όσο γίνεται περισσότερο για να αντέξει την ανύψωση της στάθμης της θάλασσας, την εισροή θαλασσινού νερού και τους ακραίους πανίσχυρους νοτιάδες. Ειδικά στον Κορινθιακό, η παραλιακή ζώνη πρέπει να αντέξει και τα περιοδικά τσουνάμι, ενώ, φυσικά, αποτελεί και την καρδιά της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Και τα θυσιάζουμε όλα αυτά για μια μικρή (ή και μεγάλη) εργολαβική διευκόλυνση;


Όταν, επιτέλους, τα "αδρανή" φτάσουν στον προορισμό τους. Εκβολές Σελινούντα, Αιγιάλεια