Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Ώρα για αληθινή αποκέντρωση! (Τώρα που καταλάβαμε επιτέλους ότι φτηνή ενέργεια δεν υπάρχει)

 

Μελίσσια Αχαΐας, ένα από τα πολλά κοντινά στην πόλη παραγωγικά χωριά που απονευρώθηκαν από κάθε κοινωνική υποδομή (σχολείο, αστική συγκοινωνία κ.λπ.), με αποτέλεσμα η συνέχιση της κανονικής ζωής να απαιτεί είτε καθημερινές διαδρομές τουλάχιστον 25 χιλιομέτρων προς και από το Αίγιο (συνήθως περισσότερα) - ένα αβάσταχτο βάρος για τον πρωτογενή τομέα.

Η εύκολη, γρήγορη και φτηνή μετακίνηση με το ΙΧ δεν ζωντάνεψε την ύπαιθρο - την ερήμωσε. Τώρα, που ο μύθος της δήθεν φτηνής ενέργειας τελείωσε, είναι ευκαιρία να το ξανασκεφτούμε: Για ζωντανές αγροτικές κοινότητες πρέπει να περιορίσουμε την ανάγκη καθημερινής μετακίνησης με το ΙΧ προς και από την πόλη και να μην θεωρούμε δεδομένο και φυσιολογικό το να διανύει ο καθένας δεκάδες χιλιόμετρα κάθε μέρα

Κατά την πετρελαϊκή κρίση του ’70 ο τριπλασιασμός της τιμής καυσίμων δεν επηρέασε σημαντικά τις μεγάλες αγροτικές κοινότητες αφού σχολείο, αγορά βασικών αγαθών, κοινοτικό γραφείο, βασικές δημόσιες υπηρεσίες, ταχυδρόμος, αστυνόμος, αγροφύλακας, αγροτικός γιατρός, πλανόδιοι έμποροι και ένα πυκνό δίκτυο αστικών και υπεραστικών συγκοινωνιών παρέμεναν άθικτα και διαθέσιμα.

Στην σημερινή κρίση, όμως, τα πανάκριβα καύσιμα βρίσκουν την ύπαιθρο ανοχύρωτη: Σχολείο, αγορά, υπηρεσίες -συχνά και η μόνιμη κατοικία- έχουν μεταφερθεί στην πόλη. Αυτή η «απονεύρωση» της πλούσιας παραγωγικής υπαίθρου δεν οφείλεται στην ανέχεια (όπως η μεταπολεμική εγκατάλειψη των μακρινών φτωχικών χωριών) αλλά, αντίθετα, συντελέστηκε στις εποχές των «παχιών αγελάδων» 1980 - 2010.

Ήταν τότε που η γενικευμένη χρήση του Ι.Χ., το «βολικό» κόστος καυσίμων και οι άνετοι οδικοί άξονες έκαναν εύκολα προσιτά στους κατοίκους της υπαίθρου τα «θέλγητρα» των πόλεων -αγορά, υπηρεσίες, φροντιστήρια για τα παιδιά, δεύτερη δουλειά, διασκέδαση κ.ο.κ. Συνεπώς, αυτά δεν χρειάζονταν στο χωριό και έκλεισαν. Παράλληλα, η μαζική χρήση του Ι.Χ. έκανε άχρηστη και την Δημόσια (Αστική και Υπεραστική) συγκοινωνία, με αποτέλεσμα να σταματήσουν τα δρομολόγια ακόμη και σε κοντινά κεφαλοχώρια που παλαιότερα εξυπηρετούνταν με αρκετά δρομολόγια καθημερινά. Συνεπακόλουθα ήταν να μεταφερθεί και η πρώτη κατοικία στην πόλη και, τέλος, το οριστικό σφράγισμα της κοινωνικής ζωής, το κλείσιμο των Δημοτικών Σχολείων. Η δωρεάν μεταφορά μαθητών δεν άλλαξε την απόφαση: Σχεδόν όλες οι οικογένειες σταδιακά μετακόμισαν στις πόλεις (πολλοί σε νοίκι).

Μέσα στην ευφορία της «ανάπτυξης» η απόσυρση της κοινωνικής ζωής από την παραγωγική ύπαιθρο θεωρήθηκε ως ένα αναπόφευκτο τίμημα της ευημερίας. Άλλωστε, όλοι περνούσαν καλύτερα: Οι «παραγωγικές ηλικίες» απολάμβαναν την ζωή της πόλης, οι ηλικιωμένοι στο χωριό δεν ήταν απομονωμένοι, κόσμος συνεχώς πηγαινοερχόταν, η οικοδομική δραστηριότητα αυξήθηκε.

Όλα αυτά, όμως, στηρίζονταν σε μία θεμελιώδη προϋπόθεση: Την γρήγορη και φτηνή μετακίνηση με ΙΧ. Οι σοβαροί χωροτάκτες προειδοποιούσαν ότι δεν έπρεπε να παρασυρθούμε από αυτή την πρόσκαιρη δυνατότητα. Πρώτη προτεραιότητα έπρεπε να παραμείνει η διατήρηση ζωντανών κοινοτήτων τόσο στην περιφέρεια όσο και στις πόλεις. Προειδοποιούσαν να σταματήσει τόσο η απονεύρωση της υπαίθρου όσο και το «ξεχείλωμα» των πόλεων προς τα προάστια. Τίποτα δεν εισακούστηκε. Ερήμωσαν τόσο τα χωριά όσο και τα κέντρα των πόλεων. Η κοινωνική ζωή συμπυκνώθηκε σε έναν «πολίτη – easy rider» σε απόλυτη εξάρτηση από την συνεχή αυτοκίνηση.

Και φτάσαμε σήμερα στο αναπόφευκτο: Τα 40, 50 ή και 100 χιλιόμετρα καθημερινής μετακίνησης (αυτό σημαίνει η απόσταση 15 – 25 χιλιομέτρων μεταξύ κατοικίας – εργασίας – κοινωνικής ζωής) πλέον σημαίνουν κόστος 250 έως πάνω από 500 € το μήνα. Για τον πρωτογενή τομέα, αυτό προσθέτει ένα τεράστιο και αχρείαστο βάρος στο ήδη αβάσταχτο κόστος παραγωγής.

Η κατάρρευση του μοντέλου ζωής που στηρίζεται στην μαζική χρήση ΙΧ προκαλεί αλυσιδωτές επιπτώσεις (ένα από τα πρώτα σημάδια του "κραχ των στεγαστικών" στις ΗΠΑ το 2008 ήταν οι δανειολήπτες που κατέρρευσαν υπό το αυξημένο κόστος αυτοκίνησης από και προς τα προάστια). Και ενώ σε άλλους τομείς μπορούμε, κυνικά, έστω, να περιμένουμε μια «αυτοδιόρθωση» (ο καθένας ας επιλέξει πού και πώς ζει), στον πρωτογενή τομέα, όπου ο χώρος εργασίας δεν αλλάζει, απαιτούνται μέτρα προκειμένου να ζωντανέψει η ύπαιθρος. 

Αυτά τα μέτρα προϋποθέτουν στροφή 180o στην κρατούσα νοοτροπία: Τώρα πρέπει να περιορίσουμε την ανάγκη για καθημερινή μετακίνηση στην πόλη και όχι να την διευκολύνουμε. Ας δούμε τρεις απαιτούμενες αλλαγές στην κατεύθυνση δημόσιων πόρων (π.χ. ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης). 

Οι ηλεκτρονικές απομακρυσμένες υπηρεσίες πρέπει να παρέχονται κατά προτεραιότητα στις κοινότητες και όχι στα αστικά κέντρα, αλλιώς θα έχουμε έναν ακόμη λόγο εγκατάλειψης (όπως, λ.χ., με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση στο lockdown, όπου οι μαθητές σε αγροτικές περιοχές είχαν μεγάλα προβλήματα σύνδεσης).

Τα οδικά έργα αντί να στοχεύουν στην περαιτέρω βελτίωση της (ήδη καλής) σύνδεσης των χωριών προς το κέντρο (όπως κάνουν μέχρι τώρα οι Ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις δήθεν για άρση της απομόνωσης…), πρέπει να στοχεύσουν στην (συχνά ανύπαρκτη) σύνδεση των κοινοτήτων μεταξύ τους. 

Παράδειγμα: Τρία γειτονικά ιστορικά κεφαλοχώρια στην ημιορεινή Αιγιάλεια, Κουνινά, Παρασκευή, Κρήνη (Αράχοβα) είναι πρακτικά χωρίς σύνδεση μεταξύ τους. Για να μεταβείς από το ένα στο άλλο με ΙΧ πρέπει πρώτα να κατεβείς 10 – 20 χμ. προς το Αίγιο, να πάρεις την διπλανή επαρχιακό οδό και να ανέβεις ξανά προς τα πάνω. Αν τα συνδέαμε με καλό δρόμο μεταξύ τους, ίσως δημιουργούσαμε ένα βιώσιμο «cluster» παραγωγικών οικισμών, με μέγεθος ικανό για ένα σχολείο, μαγαζιά, ΚΕΠ κ.λπ.





Τέλος, πρέπει να μπει … τέλος στο κλείσιμο σχολείων και να βρεθεί τρόπος να ανοίξουν ξανά ορισμένα. Το Δημοτικό Σχολείο αποτελεί θεμελιώδη κοινωνική υποδομή – αν κλείσει, κλείνει κάθε προοπτική να συνεχιστεί η κανονική ζωή. Τελευταίο χτύπημα στην Αιγιάλεια ήταν το κλείσιμο του Δημοτικού Σχολείου στο σημαντικό και παραγωγικό χωριό της Κουνινάς. Ο ισχυρισμός «αφού έμειναν λίγα παιδιά, τα κλείνουμε για παιδαγωγικούς λόγους» είναι υποκριτικός: Η επιλογή του σχολείου είναι δουλειά των γονέων. Δουλειά του κράτους είναι να διατηρεί ανοιχτά κάποια στρατηγικά επιλεγμένα σχολεία έστω και για έναν μαθητή - όπως κάνει στα ακριτικά νησιά. Με συνεπή πολιτική επιλεκτικής στήριξης αυτών των σχολείων (π.χ. με προτεραιότητα σε εκπαιδευτικούς, ειδικότητες, εξοπλισμό), θα αυξηθούν σταδιακά οι μαθητές – αλλιώς δεν πρόκειται κανείς να επιστρέψει.

[Βασισμένο σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα "ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ" τον Ιούλιο 2022]