Τα
λιμανάκια που χτίζονται πάνω σε παραλίες με άμμο, χαλίκι, ιλύ κλπ. προκαλούν σοβαρή διάβρωση ακτών και συνεχώς
«στομώνουν» με φερτά υλικά και φύκια. Το τοπικό και περιορισμένο κοινωνικό-οικονομικό
τους όφελος δεν μπορεί να συγκριθεί με τις τεράστιες ζημιές και την έκθεση σε
κίνδυνο που προκαλούν αλλά και με το μεγάλο λειτουργικό κόστος. Η μόνη συμφέρουσα λύση
είναι να τα διαλύσουμε και να επαναφέρουμε την παραλία στη φυσική της κατάσταση
Έχουμε πει πολλές φορές ότι για τη διάβρωση των ακτών ευθύνονται κυρίως δύο ανθρώπινες παρεμβάσεις: Πρώτη είναι οι επεμβάσεις στα ποτάμια και
τα φράγματα που εμποδίζουν τα φερτά υλικά - το δομικό υλικό των ακτών- να
φτάσουν στη θάλασσα (βλέπε οι επεμβάσεις στα
ποτάμια καταστρέφουν τις ακτές). Η δεύτερη είναι οι μόνιμες κατασκευές πάνω
στις παραλίες με «μαλακό» υλικό, οι οποίες λειτουργούν ως «παγίδες ιζημάτων» που συγκεντρώνουν
γύρω τους φερτά υλικά, εμποδίζοντάς τα να μετακινηθούν και να αποτεθούν κατά
μήκος των ακτών. Κάθε ανθρώπινη κατασκευή σε τέτοιες παραλίες (μικροί μόλοι,
κρηπιδώματα από βράχους, φράκτες που φτάνουν «μέχρι το κύμα») προκαλεί ζημιά.
Ωστόσο, οι πιο παράλογες από αυτές τις κατασκευές είναι τα μικρά λιμανάκια που
κατασκευάστηκαν καταμεσής αμμουδιών και άλλων «soft coasts»...
Soft coasts και hard coasts
Το πρόβλημά μας εντοπίζεται στις παραλίες που έχουν
διαμορφωθεί από χαλαρά ιζήματα όπως άμμο, χαλίκι, βότσαλα, λάσπη κλπ. Αυτές
είναι οι λεγόμενες ακτές μαλακών
ιζημάτων, που αποτελούν το ένα τρίτο των ελληνικών ακτών (36%) και μαζί με
τα επίσης «μαλακά» δέλτα ποταμών ξεπερνούν το 40% των ακτών της Ελλάδας. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε και τον εύστοχο
όρο των A.T. Grove και Oliver Rakham [1],
«soft coasts»-«μαλακές
ακτές», για να τις ξεχωρίζουμε από τις «σκληρές ακτές», δηλαδή τις βραχώδεις . Η
διαφορά είναι ουσιώδης: οι «μαλακές ακτές» είναι εύπλαστες και διαρκώς
μεταβαλλόμενες, ενώ οι «βραχώδεις ακτές» είναι σταθερές και μόνιμες.
Βασικό χαρακτηριστικών των μαλακών ακτών είναι η έντονη
παράκτια στερεομεταφορά -μια κρίσιμη φυσική λειτουργία κατά την οποία η άμμος
και τα άλλα δομικά υλικά «ταξιδεύουν» με τα θαλάσσια ρεύματα και «στρώνονται»
κατά μήκος της ακτής. Χάρη σε αυτή τη διαδικασία, οι παραλίες είναι ένα
δυναμικό σύστημα που συνεχώς φθείρεται και ανανεώνεται, καθώς τα κύματα και τα
ρεύματα συνεχώς απομακρύνουν ιζήματα και φέρνουν νέα. Αυτές οι παραλίες μπορούν
να αλλάζουν σχήμα ακόμη και από μέρα σε μέρα, μετά από έναν ισχυρό πλάγιο άνεμο
που μεταφέρει σε νέα θέση χιλιάδες τόνους υλικού. Επιπλέον, οι παραλίες που βρίσκονται
κοντά σε δέλτα ποταμών συνεχώς επεκτείνονται προς τη θάλασσα (με ρυθμό που
μπορεί να φτάνει τις αρκετές δεκάδες μέτρα ανά αιώνα). Μια δυναμική κατεβασιά ακόμη
και ενός μικρού χειμάρρου μετά από απότομη βροχή εύκολα δημιουργεί δεκάδες
τετραγωνικά μέτρα «νέας γης» σε μια νύχτα (τα οποία, στη συνέχεια, θα στρωθούν με
τα ρεύματα κατά μήκος της παραλίας). Με λίγα λόγια, τίποτα δεν είναι μόνιμο
στις «μαλακές ακτές».
Αντίθετα, οι βραχώδεις ακτές δεν αποτελούνται από φερτά υλικά
(είναι οι ίδιες το βασικό πέτρωμα της περιοχής). Έτσι, παραμένουν σταθερές, διαμορφωμένες
από την μακραίωνη γεωλογική διεργασία της κίνησης των τεκτονικών πλακών και
τους σεισμούς. Μεγαλώνουν -για την ακρίβεια, ανυψώνονται- με ρυθμό χιλιοστών ή
εκατοστών ανά αιώνα. Δηλαδή αλλάζουν τόσο αργά, ώστε για τα ανθρώπινα δεδομένα μένουν
πρακτικά απαράλλαχτες.
Είναι προφανές ότι οι κατασκευές πάνω σε εύπλαστες παραλίες
μαλακών ιζημάτων είναι έρμαιο των ασταθών συνθηκών και των γρήγορων αλλαγών,
ενώ οι κατασκευές σε σταθερές ακτές μένουν ακλόνητες στο πέρασμα του χρόνου. Γι
αυτό το λόγο, μέχρι σχετικά πρόσφατα, ήταν αδιανόητη η ύπαρξη λιμανιού σε «soft» ακτή. Η αυτονόητη επιλογή
για λιμάνι ήσαν οι υπήνεμες θέσεις σε κάποιο φυσικό βραχώδη κόλπο ή, έστω, σε μια
σταθερή βάση σε βραχώδη ή υπερυψωμένη ακτή.
Η εποχή των
έργων στις soft coasts
... Και φτάσαμε στην εποχή κατά την οποία η εξέλιξη στον
κατασκευαστικό τομέα έκανε εφικτά τα έργα πάνω σε αμμουδιές και άλλες «soft coasts». Παρά τις
προειδοποιήσεις των γεωλόγων για την ανάγκη σοβαρών ακτομηχανικών μελετών, λιμάνια
σε εκτεθειμένες και ανεμοδαρμένες «μαλακές ακτές» με έντονη στερεομεταφορά
άρχισαν να εμφανίζονται χωρίς πρόβλεψη για τις επιπτώσεις στη λειτουργία αυτών των ακτών.
Αυτή η προχειρότητα φάνηκε κυρίως με τη «νέα γενιά» μικρών
αλιευτικών καταφυγίων (κυρίως) και μαρινών που άρχισαν να πληθαίνουν τη
δεκαετία του ’90 (κυρίως με χρηματοδότηση από το περιβόητο Β’ Κ.Π.Σ.). Σίγουρα,
πολλά λιμανάκια αποδείχτηκαν χρήσιμα και κατασκευάστηκαν σε παραδοσιακές, σταθερές
θέσεις (συνήθως ήσαν παλιά ψαρο-λιμανάκια που ενισχύθηκαν). Αρκετές, όμως,
κατασκευές ήσαν εντελώς νέες και χωροθετήθηκαν σε εντελώς αφύσικα για λιμάνι
σημεία, εκεί όπου οι συνεχείς αμμουδιές (ή άλλες «soft coasts»)προηγουμένως εκτείνονταν
αδιατάρακτες για χιλιόμετρα.
Αυτά τα «νέα λιμενικά έργα» παρουσιάστηκαν ως ένας (ακόμη)
θρίαμβος των μηχανικών και των εργολάβων επί των στοιχείων της φύσης. Ωστόσο,
επανειλημμένα αποδείχτηκε ότι οι άσχετοι από ακτομηχανική κατασκευαστές
αγνόησαν το βασικότερο: την έντονη παράκτια στερεομεταφορά. Έτσι, στην
πραγματικότητα κατασκεύασαν τεράστια εμπόδια εκεί ακριβώς όπου τα υλικά
«ταξίδευαν» με τα θαλάσσια ρεύματα ελεύθερα κατά μήκος της ακτής. Τα αλιευτικά
τους καταφύγια έγιναν γιγάντιες «παγίδες ιζημάτων», που μαζεύουν γύρω τους
άμμο, χαλίκι, ιλύ και άλλα δομικά υλικά της ακτής. Φυσικά, αυτά τα υλικά αφαιρέθηκαν
από την υπόλοιπη ακτογραμμή, με άμεσο αποτέλεσμα τη διάβρωση των ακτών μέχρι και
μερικά χιλιόμετρα μακριά από το λιμανάκι. Έτσι καταστρέφονται υποδομές,
κτίσματα, καλλιέργειες, οικισμοί, η ίδια η ομαλή ζωή στις παραθαλάσσιες
περιοχές και ο τουρισμός. Για τον ίδιο λόγο, τα λιμανάκια αυτά συνεχώς
«στομώνουν» με άμμο και φύλλα ποσειδωνίας, συνήθως σε βαθμό που κάνει
απαγορευτική τη χρήση τους για τα πιο μεγάλα σκάφη και απαιτεί τακτικό και
πολυδάπανο καθαρισμό.
Παραδείγματα τέτοιων λιμενικών έργων υπάρχουν παντού στην Ελλάδα.
Οι πιο θεαματικές περιπτώσεις βρίσκονται σε περιοχές με εκτενείς «soft» ή με έντονη
στερεομεταφορά ακτές όπως ο Θερμαϊκός, τα παράλια του Θρακικού Πελάγους, η Δυτική Πελοπόννησος, ο Κορινθιακός.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα αλιευτικά καταφύγια συσσωρεύουν γύρω τους τεράστιες
ποσότητες υλικών, «φρακάρουν» από άμμο, χαλίκι και φύκια και προκαλούν
εντονότατη διάβρωση στις γειτονικές ακτές, ενώ σε μερικές περιπτώσεις αρχίζουν
να διαλύονται τα ίδια (π.χ., αλιευτικό καταφύγιο
στους Νέους Επιβάτες)[2].
Η παραλία δίπλα στο αλιευτικό καταφύγιο Λεχαινών, ένα χρόνο μετά τα εγκαίνιά του. Ήδη έχουν αρχίσει να συσσωρεύονται τόνοι από άμμο και φύλλα ποσειδωνίας. Η κανονική ακτογραμμή φαίνεται με κίτρινο. |
Αλιευτικό καταφύγιο Λεχαινών 2018. Γεμάτο με φύλλα Ποσειδωνίας. Φωτ. Διονύσης Κράγκαρης |
Ένας έμμεσος τρόπος να εκτιμήσουμε μέρος του κόστους των αλιευτικών
καταφυγίων θα ήταν μέσω των δαπανών για τα έργα αποκατάστασης των ακτών που
καταστρέφονται εξαιτίας τους. Μολονότι κάποιοι προτείνουν φθηνές λύσεις, συχνά με «σκληρά» τεχνικά έργα,
αυτές είναι περιορισμένης αποτελεσματικότητας ή (συνήθως) μεταθέτουν το
πρόβλημα της διάβρωσης παραπέρα στην ίδια ακτή. Οι σοβαρές μελέτες και τα
σοβαρά έργα αναφέρονται σε κόστη που φτάνουν σε εκατομμύρια ευρώ ανά χιλιόμετρο
και με δράσεις που πρέπει περιοδικά να επαναλαμβάνονται. Στην πραγματικότητα, δεν
υπάρχει οριστική λύση όσο η αιτία του προβλήματος εξακολουθεί να υφίσταται. (Βλ.
και προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Living with coastal
erosion in Europe:Sediment and Space for Sustainability.)
Η μόνη λύση
Το οικονομικό και «αναπτυξιακό» όφελος των αλιευτικών
καταφυγίων σε ακτές μαλακών ιζημάτων είναι περιορισμένο. Δεν σχετίζονται με παραδοσιακές
αλιευτικές κοινότητες (οι οποίες πάντα είχαν βάση σε κάποιο «σταθερό» λιμάνι)
και εξυπηρετούν σχετικά λίγους πραγματικά επαγγελματίες ψαράδες. Καθώς το βάθος
τους ελαττώνεται σύντομα λόγω
συσσώρευσης άμμου και φύλλων ποσειδωνίας, συχνά δεν μπορούν να φιλοξενήσουν
ούτε μεγάλα αλιευτικά, ούτε τουριστικά σκάφη, ιστιοφόρα κ.λπ. Το πραγματικό
ενδιαφέρον για τέτοια λιμανάκια σε «μαλακές» ακτές προέρχεται από παραθεριστές
και περίοικους που βολεύονται «δένοντας» εκεί τις βάρκες τους και χρησιμοποιώντας
τις «γλίστρες». Πράγματι, αυτοί
εξυπηρετούνται. Αρκεί, όμως, η μικρή ατομική εξυπηρέτηση για να δικαιολογήσει
το κόστος που όλη η κοινωνία καλείται να πληρώσει, και μάλιστα άμεσα;
Σήμερα, που η προστασία των παράκτιων ζωνών θεωρείται στόχος
ολοένα μεγαλύτερης προτεραιότητας, κυρίως εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής (βλ.
και την πρόσφατη ημερίδα
του ΤΕΕ για τη διάβρωση των ακτών) δεν μπορούμε να προκαλούμε καταστροφή ακτών
για έργα περιορισμένης οικονομικής ή κοινωνικής σημασίας.
Αφού, λοιπόν, τα αλιευτικά καταφύγια σε «soft coasts» δεν φέρνουν ανάπτυξη και δεν δημιουργούν πλούτο (όπως τα κύρια
εμπορικά ή επιβατικά λιμάνια - κάτι που ίσως
δικαιολογούσε κάποιο κόστος και προσέφερε πόρους για αποκατάσταση), και αφού
συνήθως έχουν μεγάλο λειτουργικό κόστος, γιατί τα διατηρούμε; Η μόνη λογική
λύση είναι η απομάκρυνσή τους. Δεν μιλάμε απλά για καταστροφή τους - αυτή θα
συμβεί έτσι κι αλλιώς από τη φύση αν τα αφήσουμε χωρίς συντήρηση- αλλά για κατάργησή
τους και απομάκρυνση όλων των ογκόλιθων και του τσιμέντου που εμποδίζουν το
ταξίδι των ιζημάτων κατά μήκος της ακτής. Μιλάμε για πραγματική αποκατάσταση,
να ξαναφέρουμε την παραλία όπως ήταν πριν!
Προφανώς οι αρχές (τοπικές, περιφερειακές ή κρατικές) δεν μπορούν
να δεχτούν εύκολα την κατάργηση κάποιων αλιευτικών καταφυγίων. Οι πελατειακές
σχέσεις, η αταλάντευτη εμμονή στην εξωτερίκευση του πραγματικού κόστους και η χαλαρή
αίσθηση των «κοινών» σημαίνουν ότι πρώτα λογαριάζουν την εξυπηρέτηση μερικών
ιδιοκτητών σκαφών και μετά την προστασία των ακτών.
Ευτυχώς, η απόφαση για κατάργηση αρκετών αλιευτικών
καταφυγίων γίνεται πιο εύκολη διότι κάμποσα από αυτά (λέγεται ότι είναι
τουλάχιστον 20 σε όλη την Ελλάδα) κατασκευάστηκαν έτσι κι αλλιώς παράνομα (συνήθως
επειδή δεν ειχε καθοριστεί οριογραμμή του αιγιαλού και χερσαία λιμενική ζώνη) και
υπάρχει γι αυτά εντολή κατεδάφισης. Άρα, οι Δήμαρχοι, που συνήθως είναι
επιφορτισμένοι με αυτό το καθήκον, δεν χρειάζεται να λάβουν κάποια ριζοσπαστική
πρωτοβουλία παρά απλά να εφαρμόσουν το νόμο. Το πρόβλημα που επικαλούνται σε
αυτή την περίπτωση είναι το μεγάλο "κόστος κατεδάφισης". Πόροι, όμως, μπορεί να
προβλεφθούν αν υπάρξει πολιτική βούληση.
Πρέπει, λοιπόν, η κατάργηση αλιευτικών καταφυγίων (αλλά και
άλλων αποδεδειγμένα καταστροφικών έργων) να αποτελέσει συνειδητή πολιτική επιλογή.
Εδώ βρίσκεται ο κρίσιμος ρόλος των επιστημονικών φορέων, για να κλονίσουν την θρησκόληπτη
εμμονή στην «ιερή» υπόσταση κάθε ανθρώπινης κατασκευής. Κάθε ανθρώπινο έργο δεν
είναι υποχρεωτικά ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα της προόδου, αλλά μπορεί κάλλιστα
να είναι αποτυχημένο, κακά σχεδιασμένο και επιζήμιο, και απλά να θέλει ξήλωμα
και τίποτα άλλο (όχι επιδιόρθωση, βελτίωση, νέους περιβαλλοντικούς όρους κλπ.). Εν τω μεταξύ, είναι αυτονόητο ότι, ακόμη κι αν δεν είναι εφικτή η άμεση απομάκρυνση τους, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να νομιμοποιηθούν αυτά τα παράνομα έργα (άλλωστε, αυτό συνήθως απελευθερώνει πόρους για νέες επεμβάσεις και επιδείνωση της κατάστασης).
Η κατάργηση αλιευτικών καταφυγίων που καταστρέφουν ακτές και εκθέτουν σε κίνδυνο ολόκληρες κοινωνίες, η κατεδάφιση κτηρίων (αλλά και οικοδομικών τετραγώνων) για να φτιάξουμε πάρκα και βιώσιμες πόλεις, η επαναδημιουργία λιμνών που αποξηράνθηκαν χωρίς κανένα όφελος και η αποκατάσταση των πλημμυρικών πεδίων ποταμών για να προστατευθούμε από φονικές πλημμύρες (αλλά και για πολλές ακόμη «οικολογικές υπηρεσίες» βλ. οικολογική αποκατάσταση εσωτερικών υδάτων) είναι μερικά μόνο από τα έργα που έχουμε ανάγκη σήμερα. Δεν είναι μόνο ανάγκη επιβίωσης, αλλά και διέξοδος στον κατασκευαστικό τομέα, άρα και στην ίδια την οικονομία. Είναι τα «μεγάλα έργα» του μέλλοντος (βλ και τα πράσινα μεγάλα
έργα).
[1]
Στο μνημειώδες (παρά τις εμμονές του) έργο The Nature of Mediterranean Europe
(Yale Univeristy Press, 2001),
με το οποίο «άνοιξαν τα μάτια» πολλών για τη φύση της πατρίδας μας
[2] Καλή μελέτη περίπτωσης κακών
λιμενικών έργων και ανάλογα κακών έργων «αποκατάστασης» είναι ο Θερμαϊκός.
Άφθονο υλικό με αναφορές και φωτογραφίες μπορεί να αναζητηθεί στην «Καλύβα» https://panosz.wordpress.com, π.χ. η παρουσίαση
του Μιχάλη Γκανά (με αφορμή τα έργα για το αεροδρόμιο).
[3]
Τα τσουνάμι είναι μια πραγματικότητα που ανεύθυνα αγνοούν οι αρχές στον
ελληνικό χώρο. Τσουνάμι παρόμοια με εκείνα του 1956 στο Αιγαίο και 1963 στον
Κορινθιακό θα προκαλούσαν σήμερα βιβλικές καταστροφές και χιλιάδες θύματα αφού
η ανθρώπινη δραστηριότητα και ο τουρισμός έχουν εν τω μεταξύ μεταφερθεί στις ακτές (ενώ εκείνα τα χρόνια ελάχιστοι δραστηριοποιούνταν κοντά στις ακτές). Μια
διαβρωμένη παραλία δεν μπορεί να ελαττώσει την ορμή των νερών και, επιπλέον, κατά τις κρίσιμες στιγμές που υποχωρούν τα νερά πριν έρθει
το κύμα, αυξάνει τον κίνδυνο παγίδευσης σε αυτήν και μειώνει την δυνατότητα
έγκαιρης απόδρασης προς τα ενδότερα.